Ο Νίκος Οικονόμου μίλησε στο Man To Man Powered by Stoiximan για τη σημασία των μαθημάτων, των αλλαγών και των αποφάσεων σε σχεδόν 35 χρόνια στο μπάσκετ, ως παίκτης και προπονητής.
Οι «ταμπέλες», οι ιστορίες που δεν ξεχνά από τους «αιώνιους» και το εξωτερικό, η πικρία του για την Εθνική, το νέο όραμά του ως κόουτς και η παραδοχή ότι «θα έκανα πράγματα διαφορετικά στην καριέρα μου, αρκεί να μην ήταν εις βάρος κάποιων άλλων. Αλλά δεν θα άλλαζα κάτι, δεν θα φερόμουν ύπουλα και ας κέρδιζα περισσότερα».
Για την αλλαγή του παιχνιδιού του μετά τον Ιωνικό: «Δεν υπήρχε ψηλός να σουτάρει και ήθελα να είμαι εύστοχος στις βολές. Στην αρχή ούτε καν σκεφτόμουν να σουτάρω από μακριά, όμως στον Παναθηναϊκό “επιβίωσα” με αυτό τον τρόπο. Ξεκίνησα να δουλεύω με πρόσωπο και να παίρνω σουτ, κάτι που τώρα είναι δεδομένο και έβαλα ένα μικρό λιθαράκι στη θέση “4”, με πολλή δουλειά, αν και θα ήθελα να ήμουν και αθλητικός ψηλός».
Για τη μετεγγραφή στον Παναθηναϊκό και… όχι τον Ολυμπιακό: «Πήγαινα σχολείο στον Πειραιά και οι συμμαθητές του περίμεναν να παίξω στον Ολυμπιακό. Η επιθυμία και το όνειρο του Παύλου Γιαννακόπουλου έκανε τη μετεγγραφή και εμείς τότε δεν είχαμε μεγάλο λόγο και δεν πήραμε και τα τρελά λεφτά που έλεγαν τότε. Ο Ιωνικός είχε ιστορία και δεν έφευγαν εύκολα αθλητές, λόγω της νοοτροπίας».
Για τις προσδοκίες στους «πράσινους»: «Είχα κλείσει τα 18 κι είναι δύσκολο να διαχειριστείς την κατάσταση “ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα!”. Τα πρώτα χρόνια δεν πήγαν καλά, όμως η οικογένεια Γιαννακόπουλου ήταν δίπλα και κατάφερε να πετύχει το όνειρό της. Στα 17,5 δεν μπορείς να διαχειριστείς την πίεση γιατί υπήρχε τότε ένας ξένος και παίζαμε, όμως οι έμπειροι μάς πίεσαν και μας βοήθησαν και δεν φοβήθηκαν για τη θέση τους».
Για τη συνύπαρξη με Γκάλη-Γιαννάκη και το… «κάψιμο» των ταλέντων: «Πρέπει να αντέξεις τον ανταγωνισμό και να επιβιώσεις, αποδεικνύοντας ότι είσαι καλύτερος από εκείνους… Ό,τι έχουν πει όλοι για Γκάλη και Γιαννάκη, είναι αλήθεια. Είχαν ακόμη σε μεγάλη ηλικία δίψα για νίκη και το πέρασαν και σε εμάς. Έχοντας αντικρίσει Γκάλη-Γιαννάκη, ένα όνειρο και ένα… σοκ να είσαι συμπαίκτης τους, όταν ακούστηκε για τον Ντομινίκ, δεν είχαμε αμφιβολία ότι μπορεί να το κάνει ο Παύλος Γιαννακόπουλος, όμως όταν τον είδαμε από κοντά είπαμε… “ουάου”!».
Για τις σχέσεις Ντομινίκ – Μάλκοβιτς: «Ήταν λίγο υπερβολικό όλο αυτό. Ο Ντομινίκ δεν είχε μάθει να κάνει προετοιμασία τον Αύγουστο στα βουνά με έναν σκληρό άνθρωπο που όμως ήταν έτσι με όλους και δεν έκανε διακρίσεις… Όταν όμως μπήκε στην ομάδα, γιατί παίξαμε πολλά ματς χωρίς εκείνον, έκανε αυτό που ήξερε να κάνει. Πολύ μεγάλη προσωπικότητα, όμως είναι αδικημένος ο Μπάιρον Σκοτ, που μαζί με τον Ντίνο Ράτζα άλλαξαν το mentality του Παναθηναϊκού. Ένας τύπος δουλευταράς, που μας επηρέασε για να κερδίσουμε το πρώτο πρωτάθλημα, το 1998, όπως και στη συνέχεια ο Ντέγιαν Μποντίρογκα».
Για τη συνεργασία του με τον Έτορε Μεσίνα στην Κίντερ Μπολόνια: «Είναι δύσκολο να διαχειριστείς όλη την πίεση και τις προσωπικότητες, όμως εκείνη την εποχή έπρεπε εγώ να κοιτάξω τι έκανα λάθος, γιατί οι παίκτες συχνά ρίχνουν την ευθύνη στον προπονητή… Ως άνθρωπος δεν πας σε μία ομάδα για να “κολλήσεις” με έναν κόουτς, αλλά ήταν σοκ ο τρόπος που αντιμετώπιζε το παιχνίδι. Είχα μάθει με την πίεση, που δεν υπήρχε στην Ιταλία κι εγώ ήθελα πίεση, αφού εμείς είχαμε συνηθίσει να παίζουμε και τραυματίες. Εκεί λάτρευαν τους Ιταλούς ενώ εμείς αποθεώναμε τους ξένους».
Για τα φάιναλ φορ με τον Ολυμπιακό: «Ήταν απελευθερωτικό το φάιναλ φορ του 1996 στο Παρίσι χωρίς τον “αιώνιο” αντίπαλο. Δεν είχε καμία σχέση με τα ντέρμπι πρωταθλήματος. Στο Τελ Αβίβ ο Ολυμπιακός ήταν πιο γεμάτη ομάδα, αλλά στη Σαραγόσα ελέγχαμε το παιχνίδι και έγιναν 2-3 τρίποντα σε 1,5 λεπτό. Είχε πονέσει εκεί η ήττα».
Για την αποχώρηση από τον Παναθηναϊκό, το 1999: «Σε τέτοιες καταστάσεις δεν φταίει η μία πλευρά, όμως ρίχνω όλο το φταίξιμο σε μένα. Ήμουν μικρός, αλλά εκείνη την εποχή ίσως δεν είχα τους ανθρώπους να με συμβουλεύσουν, διότι εμείς δεν είχαμε τότε μάνατζερ και κάναμε εκείνα τα συμβόλαια των οκτώ ετών. Δεν κρύβω ότι ήθελα και επιδίωξα να γυρίσω στον Παναθηναϊκό, δεν αισθάνθηκα κάτι κακό παρότι υπήρχε μεγάλη διαφορά στο οικονομικό κομμάτι. Άλλοι αθλητές έφυγαν όμως ξαναγύρισαν στον Παναθηναϊκό».
Για τη συμφωνία του με τον Ολυμπιακό: «Ήταν επιθυμία του κ. Κόκκαλη και του κόουτς Ηλία Ζούρου. Αν πιστέψει κάποιος ότι ήταν εύκολη απόφαση… Δεν ήταν πολλές τότε οι ομάδες στο προσκήνιο να καλύψουν τα τότε συμβόλαιά μας. Μόνο ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός και το “πυροτέχνημα” του ΠΑΟΚ με τον Μπατατούδη. Αυτό που με στενοχωρεί είναι που δεν ήμουν αυτός που ήθελα στον Ολυμπιακό. Η μεταπήδηση δεν είναι εύκολη, θέλει χρόνο και έφυγα έπειτα από έναν χρόνο, αν και είχα τριετές συμβόλαιο. Φαντάσου τι θα έλεγαν αν “έκοβαν” τον Σπανούλη τον πρώτο χρόνο από τον Ολυμπιακό!».
Για τη Μπαρτσελόνα και τον κόουτς Ρενέσες: «Τρομερό κλαμπ και τρομερός προπονητής, δάσκαλος! Η Ισπανία ήταν πολύ κοντά στη φιλοσοφία του Έλληνα, παρά το διαφορετικό και “πάνω-κάτω” μπάσκετ. Λυπήθηκα που δεν εξάντλησα κι εκεί το συμβόλαιο και ήμουν τυχερός που είχα τον Ευθύμη Ρεντζιά, που έμεινε πέντε χρόνια και έλαβε αναγνώριση. Τότε ετοιμαζόταν η φοβερή φουρνιά με Γκασόλ, Ναβάρο, που τα διέλυσε όλα!».
Για τη συνέχεια και τον Πανιώνιο: «Μετά τη Βαρκελώνη ήθελα να παίξω κάπου που να μου αρέσει και αυτό έγινε σε Ολύμπια Λάρισας και Ντινάμο Μόσχας. Το σημαντικό, αν έχεις πέσει, είναι να βρεις τη δύναμη να ανέβεις πάλι. Δεν πίστευα ότι θα φύγω από τη Μόσχα. Έφυγα για να πάει στην ίδια θέση παίκτης του… ίδιου γραφείου μάνατζερ. Γίνονται πράγματα που δεν μπορείς να κοντρολάρεις. Πριν τον Πανιώνιο ίσως κάποιοι να πίστευαν ότι έχω τελειώσει, όμως αναδείχθηκα πρώτος σκόρερ και MVP και συνδυάστηκε με τρομερή σεζόν, νικώντας δύο φορές τον Παναθηναϊκό στα ημιτελικά. Στην τρίτη χρονιά, ένας κόουτς που δεν ήξερα, ο Παβίτσεβιτς, μου είπε τον Αύγουστο ότι δεν μπορώ να μπω στο πούλμαν για την προετοιμασία. Βρέθηκε μία λύση και ολοκλήρωσα τη χρονιά και την καριέρα μου στον Πανελλήνιο, παρότι ήρθε μία πρόταση από τον ΠΑΟΚ… Θα έκανα πράγματα διαφορετικά στην καριέρα μου, αρκεί να μην ήταν εις βάρος κάποιων άλλων. Δεν θα άλλαζα κάτι, δεν θα φερόμουν ύπουλα και ας κέρδιζα περισσότερα».
Για την παρουσία του στην Εθνική και την αποχώρησή του: «Ήρθαν τέσσερις-πέντε 4ες θέσεις που ήταν μεγάλες επιτυχίες και μας πόνεσε εκείνη στο Παγκόσμιο της Αθήνας, το 1998, όμως δεν παίζαμε μόνοι μας. Φτάναμε αήττητοι ως τα ημιτελικά, μπήκαν νέοι παίκτες και μένα μου έλειψε ένα μετάλλιο με την Εθνική Ανδρών… Σε πολλά πράγματα δεν χρειάζεται να τα ξέρετε όλα, ούτε να ειπωθούν και άλλα όταν δεν είναι εδώ η άλλη πλευρά. Όταν σταμάτησα από την Εθνική ήμουν πρώτος σκόρερ της, έπαιζα στα προκριματικά και κάποιοι πήραν αποφάσεις χωρίς να μου το πουν. Ήταν απότομο, αλλά ο πρωταθλητισμός έχει πόνο…».
Για τα κριτήρια των αποφάσεών του και την προπονητική: «Μου άρεσε να δημιουργώ και μου άρεσαν οι ευθύνες. Όταν παίζεις με 5-6 παικταράδες μπορείς να κρυφτείς πίσω τους, όμως ήθελα να αφήσω το στίγμα μου, όπως και σε Ντινάμο και Πανιώνιο. Και ως προπονητής αυτό κοιτώ, ώστε να δημιουργήσω κάτι, όπως στον Ερμή Σχηματαρίου, που είναι ένα “παιδί” που πήρα και μεγαλώνουμε μαζί, αν και είχα προτάσεις από ομάδες του εξωτερικού».
Για την απόφαση να χάσει το φάιναλ φορ της Elite League για να είναι στην πανεπιστημιακή ορκωμοσία της κόρης τους στις Η.Π.Α.: «Δεν ξέρω αν ήμουν στη Μπαρτσελόνα αν θα το έκανα. Όμως με αυτό που έζησα εκείνες τις μέρες, η χαρά είναι τόσο μεγάλη που δεν συγκρίνεται αν μου φέρεις ένα ακόμη ευρωπαϊκό! Ήταν τεράστια επιτυχία για το παιδί μου και δεν έπρεπε απλώς, αλλά ήθελα να είμαι εκεί».
Για τον Παναγιώτη Τζαβέλλα, ένα παιδί με ειδικές ικανότητες που αγωνίζεται στην ανδρική ομάδα του Ερμή και την Κύδων, ομάδα για παιδιά στο φάσμα αυτισμού: « Είναι κάτι ασύλληπτο και έργο ζωής. Ξεκίνησα την Κύδων με επτά-οκτώ παιδιά και φτάσαμε τα 57-58, που προσαρμόστηκαν σε ένα περιβάλλον απαγορευτικό για εκείνα, με εξειδικευμένο προσωπικό και ψυχολόγους. Είναι τόσο χαρούμενα τα παιδιά για πράγματα που για εμάς είναι δεδομένα και είναι ευτυχία και για εμάς. Είναι καλό κάποια στιγμή να αντιληφθείς το πρόβλημα του διπλανού σου».
Για τα νέα ταλέντα, ως κόουτς ακαδημιών στη Χαλκίδα: «Δεν θα πω σε γονιό ότι το παιδί του θα γίνει νέος Διαμαντίδης. Υπάρχουν κάποιοι που πουλάνε φούμαρα και τρελαίνονται οι γονείς! Κάθε χρόνο βλέπω 1.500 παιδιά και δεν βλέπω παιδί μου να μπορεί να σταθεί στο επίπεδο Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Τον Τολιόπουλο τον ήθελα στον Πανιώνιο και ο κόσμος τον έμαθε στα 27 του γιατί τα νέα παιδιά δεν έχουν χώρο στις ομάδες. Το ίδιο και ο Λαρεντζάκης. Τα ίδια τα παιδιά πρέπει να αντέξουν και εμείς ψάχνουμε τον επόμενο και ρίχνουμε στα παιδιά μεγάλο φορτίο!».
Για τη φετινή Stoiximan GBL: «Χαίρομαι για νέες ομάδες που εμφανίζονται, όπως η Καρδίτσα. Μου αρέσουν τα τελευταία χρόνια Άρης, ΠΑΟΚ, Προμηθέας. Αν έχεις πρόγραμμα, στο τέλος θα δικαιωθείς».