Λίγες ημέρες μετά την αποχώρησή του από τη δράση ο Γιάννης Αθηναίου μίλησε στο podcast της GBL “Man to Man Powered by Stoiximan” και διηγήθηκε σημαντικές στιγμές από την καριέρα του στo επαγγελματικό μπάσκετ.

Αναλυτικά όσα είπε:

Για το αν αυτά τα 19 χρόνια στα παρκέ πέρασαν σαν 19 δευτερόλεπτα ή σαν 19 ζωές: «Ειλικρινά, σαν 19 δευτερόλεπτα! Αυτό έλεγα και πρόσφατα σε μια κουβέντα που είχα με έναν προπονητή. Μόλις τώρα αρχίζω να συνειδητοποιώ, να κάνω μια ανασκόπηση όλων αυτών των χρόνων… Να καταλαβαίνω ποιος πραγματικά με βοήθησε, ποια λάθη έκανα στην πορεία μου, ποιος μου έβαλε εμπόδια… Όλα αυτά που όσο είσαι μέσα στη δίνη, στον καθημερινό αγώνα της καριέρας, δεν έχεις τον χρόνο ούτε τη διαύγεια να τα δεις καθαρά. Και εγώ, μετά από τόσα χρόνια, κάθισα επιτέλους πιο ήρεμος και άρχισα να κατανοώ καταστάσεις. Ιδίως τον τελευταίο ενάμιση χρόνο που έπαιξα στον Πανερυθραϊκό, όπου ήμουν πιο χαλαρός, το έκανα γιατί ήθελα να είμαι σπίτι μου, κοντά στους δικούς μου. Και μέσα από αυτό το διάστημα, άρχισα να σκέφτομαι διαφορετικά, όχι μόνο για το μπάσκετ, αλλά και για τον χρόνο, για τη ζωή γενικά. Άλλαξε η οπτική μου. Δεν έβλεπα πλέον τα πράγματα μόνο από τη δική μου πλευρά, αλλά πιο συνολικά. Κι όπως σου είπα, στο τέλος αυτής της διαδρομής, αρχίζεις και βλέπεις, καταλαβαίνεις, συνειδητοποιείς πολλά…».

Για το πόσο καιρό δούλευε στο μυαλό του την απόσυρση από τη δράση: «Κοίταξε, η αλήθεια είναι πως το δούλευα μέσα μου. Δεν ξύπνησα ένα πρωί και απλώς είπα “σταματάω”. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω έτσι. Ήθελα να το σχεδιάσω, να γίνει σωστά. Σίγουρα το επεξεργαζόμουν, είχα μιλήσει με ανθρώπους, ζητούσα γνώμες.

Στον Πανερυθραϊκό, το ότι δούλεψα και ήρθα κοντά με νεαρά παιδιά, μου έδωσε κι άλλη πνοή, μου έδωσε ζωή. Τα αποδυτήρια, τα ταξίδια, οι προπονήσεις… Όμως όταν έχεις μπροστά σου να δημιουργήσεις κάτι που μπορεί να σε κρατήσει για την υπόλοιπη ζωή σου, πρέπει να πάρεις την απόφαση συνειδητά. Από τον Γενάρη-Φλεβάρη άρχισα να το δουλεύω πιο εντατικά στο μυαλό μου. Έκανα πιο σοβαρές συζητήσεις μετά το τέλος της χρονιάς, που έγιναν πλέον ουσιαστικές. Και τότε πήρα την απόφαση να σταματήσω. Άλλος ένας λόγος ήταν ότι ήθελα να σταματήσω όταν το αποφασίσω εγώ. Να γράψω εγώ τους τίτλους τέλους, με τον δικό μου τρόπο. Όχι να με σταματήσει ένας τραυματισμός, ή ένας εξωτερικός παράγοντας. Ήθελα να φύγω όπως πρέπει και όπως ένιωθα μέσα μου ότι ήταν η σωστή στιγμή. Η απόφαση πάρθηκε πολύ συνειδητοποιημένα και πολύ ξεκάθαρα».

Για το τι έμεινε ίδιο στις δύο δεκαετίες της καριέρας του στο μπάσκετ: «Η απάντηση είναι εύκολη. Γιατί πραγματικά υπάρχει κάτι που με συνόδευσε σε όλα τα χρόνια της καριέρας μου και αυτό είναι η απεριόριστη αγάπη που έχω για το άθλημα. Το εννοώ. Δεν το λέω σαν ένα ωραίο κλισέ για να ακουστεί καλά. Είναι απερίγραπτο το πόσο αγαπάω αυτό που κάνω. Το λατρεύω. Πολλές φορές μέσα στην καριέρα μου με κορόιδευαν, γιατί ακόμα και στον ελεύθερο μου χρόνο έβλεπα μπάσκετ, όλες τις κατηγορίες!

Αλλά για μένα, αυτός ο χώρος είναι το σπίτι μου. Και νομίζω πως αυτό που με κράτησε τόσα χρόνια, αυτό που με κράταγε όρθιο κάθε σεζόν, ήταν πάντα το κίνητρο. Σε όλα. Πάντα στη ζωή μου έψαχνα μικρά κίνητρα. Μερικές φορές τα δημιουργούσα εγώ ο ίδιος. Ξέρεις, αυτό κάποιες φορές μπορεί να γυρίσει και σαν πίεση. Κάποιες φορές μου λειτούργησε αρνητικά, μου το έχουν πει άνθρωποι κοντά μου. Ότι δηλαδή, μέσα από αυτό το προσωπικό κίνητρο, είτε έκανα λάθος επιλογές, είτε δεν είχα την υπομονή που έπρεπε σε κάποιες καταστάσεις. Ίσως να έπρεπε να περιμένω λίγο παραπάνω, να λειτουργήσω αλλιώς σε συγκεκριμένες ομάδες. Αλλά, ξέρεις τι; Όλα αυτά είναι εμπειρίες. Τα κουβαλάω μαζί μου ως εφόδια από εδώ και πέρα. Τα λάθη μου, τα σωστά μου… τώρα που βρίσκομαι πια σε έναν άλλο ρόλο, όλα αυτά είναι χρήσιμα για να συνεχίσω να δουλεύω.

Το mentoring είναι κάτι που θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό. Ειδικά τώρα που και οι γονείς έχουν αρχίσει να συμμετέχουν πιο ενεργά στο “παιχνίδι”. Και ξέρεις τι σκέφτηκα; Στο τέλος της ημέρας, λέω “δόξα τω Θεώ που οι δικοί μου γονείς ήταν τελείως άσχετοι με το χώρο” Ευτυχώς (γέλια)! Η μάνα μου απέκτησε άποψη στα 32-33 μου! Και μου λέει: “Γιατί δεν έβαλες 20 πόντους;” Και γυρνάω και της λέω: “Σε μένα μιλάς; Τι μου λες τώρα;” 15 χρόνια επαγγελματίας, δεν με ρώτησες ποτέ για το παιχνίδι! Και τώρα ξαφνικά: “Είπε κι ο πατέρας σου, δεν έβαλες πολλούς πόντους, τι έγινε;” Και λέω από μέσα μου… “Θεέ μου, τι ακούω!” (γέλια)».

Για τη ρήξη χιαστού στον αγώνα με τη Σερβία στο «Ακρόπολις», όταν αποχώρησε στα χέρια του Μπουρούση και του Βασιλόπουλου: «Θα σου πω… Εκείνη τη στιγμή το κατάλαβα αμέσως, πως έχουμε σοβαρό πρόβλημα. Παρ’ όλο που δεν είχα περάσει ξανά κάτι αντίστοιχο, άκουσα ένα “κρακ” και κατάλαβα κατευθείαν. Ξέρεις, μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά αυτό ήταν πάντα ο μεγαλύτερός μου φόβος. Πάντα έλεγα: “ας πάθω οτιδήποτε, εκτός από χιαστό”. Ήταν το ένα πράγμα που κοιτούσα απ’ έξω και με τρόμαζε. Δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο! Βέβαια, συζητάμε τώρα για κάτι που, εν τέλει, είναι περαστικό, γιατί υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά πράγματα. Όπως αυτό που συνέβη πρόσφατα με τον Πολονάρα. Εκεί μιλάμε για ζωή. Οπότε, τι να λέμε τώρα για έναν χιαστό… Παρ’ όλα αυτά, ήταν αυτό που πάντα φοβόμουν.

Τελικά, το μυαλό είναι πιο δυνατό απ’ όσο νομίζουμε. Και όπως λέμε, “όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος”. Έγινε. Το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή, αλλά όταν πήγαινα προς τα αποδυτήρια, ήμουν σίγουρος. Έβριζα την τύχη μου… γιατί μόλις είχα πάρει μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, κάτι που ήθελα πολύ και με έφερνε ξανά στην Ευρωλίγκα. Επίσης ήταν μπροστά μας το Παγκόσμιο, είχαμε παλέψει όλοι με την Εθνική στα “παράθυρα” για να είμαστε εκεί. Και ήταν το τελευταίο φιλικό! Θυμάμαι ότι είχαμε ρεπό Δευτέρα-Τρίτη και Τετάρτη φεύγαμε. Και συνέβη…

Στην αρχή δεν είχε πρηστεί, οπότε είχα μια μικρή ελπίδα. Ο γιατρός μου είπε ότι θα το δούμε με μαγνητική. Όταν την έκανα το ίδιο βράδυ, θυμάμαι ήταν απ’ έξω ο Γιώργος Πάνου, ο μάνατζέρ μου, στο Metropolitan. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ρώτησα. Του λέω: “Είναι χιαστός;” Μου λέει “ναι”… Και θυμάμαι έριξα μια μπουνιά σε ένα κουτί πυροσβεστήρα. Από εκεί και πέρα, όταν γύρισα σπίτι, επειδή έγινε μπροστά σε πολύ κόσμο, πήρε τεράστια έκταση. Είχε φοβερή απήχηση όλο αυτό. Θυμάμαι, τα μηνύματα ήταν ατελείωτα, και από κόσμο που δεν ήξερα καν! Για τρεις μέρες ήταν “non stop”.

Και εκεί, που ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, είπα: “Οκ, συνέβη. Ή με ρίχνει και τελειώνω εδώ, ή επειδή αυτό που κάνω το λατρεύω δεν υπάρχει περίπτωση να τελειώσω έτσι την καριέρα μου.” Απλά, είχα πει πάντα, επειδή ήξερα πόσο δύσκολο είναι, δεν με ένοιαζε σε ποια ομάδα θα επιστρέψω. Το μόνο κίνητρο που είχα βάλει, ήταν να με ξανακαλέσουν στην Εθνική Ανδρών. Άρα, αυτό ήταν το μεγαλύτερο challenge. Και το δεύτερο: από τη στιγμή που έκανα το χειρουργείο, να μη χάσω τη χρονιά με τον Παναθηναϊκό. Να προλάβω να μπω. Αν κατάφερνα να δείξω ότι είμαι καλά και αξίζω μια δεύτερη ευκαιρία, από εκεί και πέρα, να πάρω ό,τι μπορώ απ’ αυτή τη χρονιά.

Ο Παναθηναϊκός μου έδωσε τις εγκαταστάσεις για να κάνω το γυμναστήριό μου, τις φυσικοθεραπείες μου, ό,τι χρειαζόμουν. Μου κανόνισαν να έχω πρόσβαση στην πισίνα και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, ήταν σημαντικό. Έφτασα σε μια κατάσταση όπου περνούσα οχτώ ώρες τη μέρα στο ΟΑΚΑ! Πισίνα, φυσικοθεραπεία, βάρη με τον γυμναστή, έβλεπα την προπόνηση της ομάδας… Δεν είναι υπερβολή, οι οχτώ ώρες ήταν πραγματικότητα. Αλλά είχα βάλει στόχο να επιστρέψω όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Φτάνουμε μέσα Μαρτίου… Πέμπτη έφευγε η ομάδα για την Κωνσταντινούπολη, για τον αγώνα με τη Φενέρμπαχτσε, και Κυριακή θα τους έβρισκα εγώ στη Θεσσαλονίκη. Παίζαμε με τον Ηρακλή, και ο κόουτς Πιτίνο μου είχε πει ότι θα με βάλει στη 12άδα. Ερχόμαστε για προπόνηση και… covid! Και λέω… “Δεν γίνεται!”. Αλλά εκεί πάλι σκέφτηκα: Η κακή σου τύχη ποτέ δεν ξέρεις από τι σε έχει γλιτώσει.

Το επόμενο διάστημα, ένας φίλος που είχε γυμναστήριο μού έδωσε τα κλειδιά. Είχα χαρτί για αποθεραπεία, είχα και το χαρτί μετακίνησης, έμπαινα και δούλευα μόνος μου, για να μη χάσω όλο αυτό το διάστημα. Ξεκίνησε η μεταβατική περίοδος με τον Παναθηναϊκό. Ήταν σαν να γύρισα άλλος άνθρωπος. Ήταν σαν να μην είχα πάθει ποτέ τον τραυματισμό. Έκανα πολύ καλή μεταβατική περίοδο, αλλά ο κόουτς Βόβορας δεν πίστευε ότι θα επανέλθω στο 100% κι έτσι, ουσιαστικά, την επόμενη χρονιά πήγα στον Προμηθέα. Και πήγαμε και κερδίσαμε μέσα στο ΟΑΚΑ. λα αυτά τα μικρά… είναι ΟΚ. Αλλά σου δίνουν το κίνητρο. Σε γεμίζουν και σε μπουστάρουν».

Για το αν έκλεισε την καριέρα του με απωθημένα: «Κοίταξε, απωθημένα και εκκρεμότητες πραγματικά δεν έχω. Και θα σου πω γιατί: γιατί δεν πίστευα ποτέ ότι μπορώ να παίξω στην Α1. Και μπορεί να ακουστεί λάθος, αλλά είναι η αλήθεια, δεν έχω λόγο να κρυφτώ.

Δεν πίστευα ποτέ, όταν πήγα στον Πανιώνιο, ότι μπορώ να παίξω στη μεγάλη κατηγορία. Δηλαδή, γύρναγα σπίτι και έλεγα “έπαιξες πέντε λεπτά, οκ”. Και μιλάμε για την τρίτη καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα τότε, με πολύ μεγάλο μπάτζετ. Είχα μπροστά μου τον Ιβάν Ζορόσκι και τον Ταϊρίς Ράις. Έψαχνα να βρω πέντε λεπτά από αυτούς τους δύο, με προπονητή τον Νέναντ Μάρκοβιτς, που είναι εξαιρετικός προπονητής και απόλυτα δίκαιος. Έψαχνα αυτά τα 3-5 λεπτά. Να τα κάνω 6. Γύριζα σπίτι και αναρωτιόμουν: “Μήπως τελικά δεν είναι για μένα η Α1; Μήπως δεν μπορώ;” Επομένως, δεν είχα βάλει ποτέ στόχο να πετύχω κάτι τόσο μεγάλο. Γούσταρα αυτό που έκανα. Το κάθε τι ήρθε από μόνο του, και πάντα έλεγα: “Για μένα είναι αυτό;”. Ήρθε ο Πανιώνιος να με αγοράσει από τον Ίκαρο, και έλεγα: “Για μένα; Γιατί;”.

Δεν μου άρεσε ποτέ να λέω μεγάλα λόγια,  μπορεί να το έκανα και σαν άμυνα, για να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Πήγα στον Πανιώνιο και δεν ήξερα αν μπορώ να σταθώ στην Α1. Και τώρα που ήρθε  το τέλος, κοιτάζω πίσω και βλέπω ότι έκανα μια καριέρα που θεωρώ ότι είναι αρκετά καλή. Αυτό ήταν. Καλύτερες επιλογές θα μπορούσα να είχα κάνει, σίγουρα. Ή κάποια πράγματα που φέρθηκα εγωιστικά… ήταν λάθος. Αλλά όχι, απωθημένα δεν έχω».