allstarbasket.gr

Ο νέος προπονητής του Περιστερίου Domino’s, Βασίλης Ξανθόπουλος, παραχώρησε μια απολαυστική συνέντευξη στο podcast Man 2 Man powered by Stoiximan. 

Ο Βασίλης Ξανθόπουλος έβαλε τέλος σε μία καριέρα πολλών ετών ως παίκτης, άνοιξε νέο  κεφάλαιο ως προπονητής στο Περιστέρι Domino’s και μιλάει για όλη την καριέρα του στο επιτυχημένο podcast Man 2 Man powered by Stoiximan.

Για τον Παναθηναϊκό και τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, εκείνο το φιλικό του Ολυμπιακού με τον Μπενετόν και τον χαμογελαστό εαυτό του όταν ακόμα ήταν έφηβος.

Για την περίφημη φωτογραφία της προετοιμασίας με τον Φραγκίσκο Αλβέρτη, για την ΑΕΚ και το πιο δίκαιο Κύπελλο του 2018.

Και φυσικά, ο 41χρονος γκαρντ μιλάει για την απόφασή του να πει «μέχρι εδώ». Τι τον οδήγησε στην απόφαση και ποια ήταν η ανταπόκριση που έλαβε από τον κόσμο.

 

Για το φινάλε στην καριέρα του: «Είναι κάτι διαφορετικό. Κλείνει ένας μεγάλος κύκλος. Ξεκίνησα να παίζω από 5 χρόνων, είναι 36 χρόνια. Είναι πολλά. Μετά τα 35-36 περνάει από το μυαλό σου ότι θα πεις το “αντίο” από τα γήπεδα του μπάσκετ. Τα δύο πράγματα που με ένοιαζαν είναι πως θα είμαι σωματικά και αν θα έχω διάθεση. Διάθεση έχω ακόμα, αλλά τα δύο τελευταία χρόνια δεν ήμουν καλά σωματικά. Μέσα στη σεζόν το να είμαι καλά σωματικά ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ήταν στο μυαλό μου από τα Χριστούγεννα. Την τελική απόφαση την πήρα πριν από το παιχνίδι με τον Άρη. Το ανακοίνωσα, χαρούμενος λόγω της πρόκρισης στα playoffs της Stoiximan GBL, στους συμπαίκτες μου. Την ίδια στιγμή αλλού πατούσα και αλλού βρισκόμουν, γιατί ήταν μία απόφαση, που όπως έχει πει και ο κόουτς Σιγάλας όταν ήταν παίκτης, πως είναι ένας “πρώτος θάνατος».

 

Για την τελευταία φορά που έγινε αλλαγή: «Μέχρι να βγω και να ξεκαθαρίσει ότι δεν έχουμε πιθανότητες να κερδίσουμε το παιχνίδι, για να πάνε παίξουμε στη συνέχεια στην έδρα του ΠΑΟΚ, δεν το σκεφτόμουν. Κάποιοι μου έλεγαν ότι μπορεί να είναι το τελευταίο μου παιχνίδι, αλλά εγώ δεν το πίστευα. Δεν ήθελα να το πιστέψω, πως θα ήταν το τελευταίο ματς και το γήπεδο δεν θα είχε κόσμο. Όλα έγιναν με έναν τρόπο, σαν να ήταν ένα σημάδι. Μετά κατάλαβα ότι το πρώτο μου ματς στην Stoiximan GBL, όταν έπαιζε με τη Νήαρ Ηστ ήταν απέναντι στον Πανιώνιο, το 2002. Και ο τελευταίος μου αγώνας ήταν με αντίπαλο τον Πανιώνιο. Το αρνητικό ήταν πως δεν υπήρχε κόσμος, ούτε καν η οικογένειά μου.

Ο κόουτς Λιμνιάτης με ρώτησε, 3-4 λεπτά πριν τελειώσει το ματς, αν θέλω να βγω, του είπα “όχι”. Αλλά τελικά με έβγαλε. Είχα γράψει ένα μεγάλο κείμενο για να ευχαριστήσω διάφορους ανθρώπους, μη ξέροντας ότι θα με κάνει αλλαγή και μαθευτεί ότι τελικά σταματάω».

 

Για το κύμα αγάπης που έλαβε: «Πιο δύσκολο το κάνουν τα μηνύματα και τα τηλέφωνα που δέχομαι. Δεν το περίμενα αυτό το κύμα αγάπης. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος. Με έχουν πάρει τηλέφωνο και άτομα που δεν ξέρω.

Είναι πάρα πολλά τα μηνύματα. Με πήραν προπονητές που είχα σε μικρή ηλικία, μέχρι έναν άγνωστο που με πήρε και μου είπε ότι συγκινήθηκε που με έβλεπα τόσα χρόνια. Μου είπε «σου βγάζω το καπέλο», με έκανες να βλέπω μπάσκετ, όχι μόνο εσύ, αλλά όλη η γενιά και μολονότι δεν είχες τεράστιο ταλέντο, έμεινες σε υψηλό επίπεδο για πολλά χρόνια». Έχω λατρεία για το μπάσκετ. Ήθελα να τελειώσω την καριέρα μου και να είμαι αξιοπρεπής. Δεν ήθελα να με… σταματήσει το μπάσκετ. Προτιμώ να μου πουν για ποιο λόγο σταμάτησες, παρά για ποιο λόγο συνεχίζεις».

 

Για τα χρόνια στον Παναθηναϊκό και τον Ομπράντοβιτς: «Δεν περίμενα ότι θα υπάρξω σε ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός, αλλά και σε άλλες στην καριέρα μου. Συνυπήρξα με κορυφαίους παίκτες και προπονητές. Με έκαναν καλύτερο συμπαίκτη, παίκτη και άνθρωπο.

Το μπάσκετ είναι μία μικρογραφία της ζωής. Όπως είσαι στο μπάσκετ θα σου βγουν κάποια πράγματα και στη ζωή. Η απόρριψη από μία ομάδα, υπάρχει και στη ζωή.

Το πόσο αυστηρός είναι ο Ζέλικο… Ήμουν τρεις χρονιές στον Παναθηναϊκό, τις δύο με τον κόουτς Ομπράντοβιτς και την άλλη με τον κόουτς Πεδουλάκη, αμέσως μετά τον Ζέλικο.

Πήγα σε μία ομάδα, που ενώ κάποια πράγματα περίμενα ότι θα μας τα δείξει, οι παίκτες τα ήξεραν από μόνοι τους. Υπήρχαν και καινούργιοι παίκτες, ήταν και η πρώτη χρονιά του Διαμαντίδη. Αλλά στις προπονήσεις όλα γινόντουσαν τέλεια, ο Ζοτς ήταν πολύ αυστηρός και ήθελε να γίνονται οι λεπτομέρειες σωστά.

Πάντα προσπαθούσε να παίρνει το 100% από κάθε παίκτη. Όποιος άντεχε τον Ζέλικο, έπαιζε μεγάλο μπάσκετ, όποιος άντεχε στο ψυχολογικό κομμάτι, δεν θα έπαιζε σε μεγάλο επίπεδο».

 

Για την περίφημη φωτογραφία από την προετοιμασία με τον Φραγκίσκο Αλβέρτη: «Έχω ένα φίλο από τη Θεσσαλονίκη, που μου τη στέλνει κάθε καλοκαίρι. “Δεν το πιστεύω ότι έχεις βγει σε τέτοια φωτογραφία”, μου λέει συνεχώς. Είναι τεράστια τιμή που ήμουν συμπαίκτης με τον “Φράγκι”, αρχηγός με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Είχα την ευλογία να τον ζήσω σε καλές εποχές, δικές του και σε τρομερές περιόδους του Παναθηναϊκού».

 

Για την ατάκα του, “δεν περίμενα να μου δώσει κάτι το μπάσκετ”: «Είχα αγάπη γι’ αυτό που έκανα, δεν περίμενα να πάρω κάτι πίσω. Είχα τρομερή αφοσίωση. Το λέω και θα το λέω για πάντα, όταν έχεις ένα ακόμα και μικρό ταλέντο και είσαι αφοσιωμένος σε αυτό, και δεν περιμένεις να σου γυρίσει κάτι, τότε αργά ή γρήγορα θα ανταμειφθείς».

 

Για το ταλέντο στις πάσες: «Σε μικρή ηλικία, όταν έπαιρνα την μπάλα, με κυνηγούσαν πέντε αντίπαλοι και τέσσερις συμπαίκτες για την πάρουν. Όσο μεγάλωνα και μετά από συζητήσεις με προπονητές στις ακαδημίες του Ολυμπιακού που μου έλεγαν ότι πρέπει και να πασάρω την μπάλα, το κατάλαβα. Όταν το έκανα για πρώτη φορά και με έδειξε ο συμπαίκτης μου ή άκουσα ένα μεγάλο μπράβο, λέω “ώπα εδώ είμαστε”».

 

Η αγαπημένη του πάσα: «Είναι αυτή πίσω από την πλάτη με το δεξί χέρι, γιατί το αριστερό, τα τελευταία χρόνια, λόγω του τραυματισμού δεν έβγαινε καλά. Την κάνω από μικρή ηλικία, από τα χρόνια του Ολυμπιακού, μου βγήκε ασυναίσθητα».

 

Για το ρόλο του «γηραιότερου» στα αποδυτήρια του Περιστερίου: «Το ρόλο του “πιο μεγάλου” τον έχω εδώ και χρόνια. Το έχω συνηθίσει. Ακόμη και αν δεν υπήρχε η ηλικία. Καταλαβαίνω το παιχνίδι και τι πρέπει να κάνεις και εκτός απ’ αυτό, οπότε έδινα συμβουλές. Ακόμα και σε μεγαλύτερους σε ηλικία παίκτες. Κάτι που περίμενα να γίνει και προς εμένα, γιατί είναι καλό να υπάρχει διάλογος και να μοιράζεσαι τις εμπειρίες σου. Στο Περιστέρι ήταν μία πολύ όμορφη εμπειρία. Και ο Νεοκλής (Αβδάλας) και ο Βαγγέλης (Ζούγρης) και ο Σωτήρης (Σταυρακόπουλος) είχαν τα αυτιά του ανοικτά, ακούγανε. Θα πάνε μπροστά, είναι δουλευταράδες. Απ’ όσα είδα αυτά τα δύο χρόνια το μέλλον είναι μπροστά τους».

 

Για τα σχόλια που έχει ακούσει για το χαρακτήρα του και αν το πιο σημαντικό απ’ όσα έχει πετύχει στην καριέρα του: «Το πιο σημαντικό είναι αυτό. Το ότι είπαν ότι είναι ένας καλός παίκτης, που έχει καταφέρει πολλά με τις ομάδες του και άσχετα από τα ατομικά στατιστικά, το πιο σημαντικό είναι πως είπαν ότι είμαι και καλός άνθρωπος. Με βοήθησαν οι βάσεις από την οικογένειά μου και το μπάσκετ».

 

Για το πέρασμα από τις ακαδημίες του Ολυμπιακού, τον Παναθηναϊκό, τον ΠΑΟΚ, τον Άρη και την ΑΕΚ και το γεγονός ότι δεν ακούστηκε το παραμικρό σχόλιο από αντίπαλους φιλάθλους: «Στο τέλος αυτό που βλέπουν είναι ότι προσπαθείς για τις ομάδες τους. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς να δηλώνεις οπαδός αυτής της ομάδας. Όπου πήγαινα, έδινα τον καλύτερό μου εαυτό, για να κερδίζει η ομάδα».

 

Για την ατάκα του «έφαγα… φρίκες»: «Αυτό το είπα για τον τελευταίο μήνα, όταν πήρα την απόφαση να σταματήσω. Υπήρχαν στιγμές, όταν είχα πάρει την απόφαση, να ήμουν στο σπίτι, να μου μιλούσαν, αλλά εγώ σκεφτόμουν το τέλος. Ήμουν στην καρέκλα και μπορεί να κοίταζα το κενό και σκεφτόμουν «τι θα γίνει τώρα, τι κάνουμε». Στο σπίτι και η σύζυγός μου και τα παιδιά, καταλαβαίνουν ότι μερικές φορές ξεφεύγω».

 

Για το πιο δύσκολο ματς της καριέρας του: «Στο τελευταίο ματς δεν μπορούσα να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου. Αλλά υπήρχαν αγώνες που είχα χάσει ένα κρίσιμο σουτ. Γύριζα στο σπίτι, μετά από μία ήττα, δεν ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο. Υπάρχουν φορές που κοιμάμαι και το… βλέπω το ματς στον ύπνο μου. Ή να ξυπνάω και να λέω ότι ήταν ψέμματα, δεν ηττηθήκαμε. Όταν ήμουν στα αποδυτήρια, σκεφτόμουν αν έκανα το καλύτερο που μπορούσα. Και αν ήμουν η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου».

 

Για το κεφάλαιο ΑΕΚ: «Στην ΑΕΚ, την πρώτη χρονιά, πήραμε το πιο δίκαιο Κύπελλο. Ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό και τελικό με αντίπαλο τον Ολυμπιακό. Μετά πήραμε το BCL, μία τρομερή σεζόν. Τη δεύτερη σεζόν κατακτήσαμε το Διηπειρωτικό και χάσαμε για μία ήττα την πρόκριση στο BCL. Και είχαμε τερματίσει και στην 3η του πρωταθλήματος. Τη χρονιά που επέστρεψα, δεν ήταν τόσο καλή, αλλά μην ξεχνάμε ότι χάσαμε από τη Χάποελ Ιερουσαλήμ. Είχαμε ένα καλό πρόσωπο σε όλη τη σεζόν. Ήταν φοβερές σεζόν. Στο ΟΑΚΑ, όταν κατακτήσαμε το Ευρωπαϊκό, είναι από τις λίγες φορές που είχα αφεθεί. Μετά τα Χριστούγεννα, όλα ήταν… Λες και είχαμε ένα αστέρι από πάνω μας. Ήταν παράξενο, είχαμε σκαμπανεβάσματα, αλλά τους αγώνες που θέλαμε, τους κερδίζαμε».

 

Για το σημαντικό επίτευγμα είναι ότι μπορούσε να βρίσκει κάθε χρόνο δουλειά: «Και τώρα είχα προτάσεις να διαλέξω, για να πω την αλήθεια. Ήταν σημαντικό που κάποιες ομάδες, μετά από δύο χρόνια μου ζητούσαν να επιστρέψω. Το σίγουρο είναι ότι ευχαριστήθηκα όλες τις χρονιές. Είχα την τύχη και την ευλογία να έχω τεράστιες προσωπικότητες και συμπαίκτες και προπονητές, από τους οποίους πήρα πολλά πράγματα».

 

Η καλύτερη ιστορία της καριέρας του: «Έχω πολλές… Την τελευταία χρόνια στον Ολυμπιακό, είχα πάει δανεικός στον Πειραϊκό. Τότε ήταν ο Ηλίας Ζούρος προπονητής και ζήτησε από τον Πειραϊκό να ακολουθήσω την προετοιμασία της ομάδας στη Φολγκάρια, στην Ιταλία, Τότε οι προετοιμασίες ήταν 30-35 ημέρες στα βουνά. Ο Ολυμπιακός είχε τον Αλφόνσο Φορντ, τον Φόρεστ, τους Μπουντούρη, Τόμιτς. Ήμουν τόσο χαρούμενος που είχα πάει στην προετοιμασία. Λίγο πριν τελειώσει, υπήρχε ένα φιλικό με την Μπενετόν Τρεβίζο, στην οποία έπαιζε ο Τάιους Έντνι. Παίζουμε καλά, κερδίζουμε με 15 πόντους και ο κόουτς Ζούρος με πετάει μέσα στα δύο τελευταία λεπτά. Και ήμουν χαμογελαστός! Τελειώνει ο αγώνας, είμαι ακόμα χαμογελαστός μέχρι το ξενοδοχείο. Οι Έλληνες παίκτες μου έκαναν πλάκα και μου έλεγαν ότι “πρέπει να έχεις κατουρηθεί από τη χαρά σου ίσα με 15 φορές”. Ακόμα και στα πλάνα με έβλεπες και κυνηγούσα τον Έντνι, ήμουν με το χαμόγελο. Απορώ μερικές φορές τι να σκεφτόταν ο Έντνι που με έβλεπε χαμογελαστό».