Ο Φάνης Χριστοδούλου κλείνει σήμερα 22 Μαΐου τα 55 του χρόνια και ο Νίκος Λινάρδος, γράφει στο Athletestories.gr την ιστορία του αγαπημένου Μπέμπη του ελληνικού μπάσκετ!
Μια καταπληκτική αφήγηση, από τον Νίκο Λινάρδο στα όμορφα, αγνά χρόνια του μπάσκετ και του Πανιώνιου, που έγινε πρωταγωνιστής στο ελληνικό μπάσκετ κι έπαιξε στον ιστορικό πρώτο τελικό playoffs που έγινε στην Ελλάδα, το 1986/87 με τον μεγάλο Άρη!
Ο Νίκος Λινάρδος γράφει για το αστείρευτο ταλέντο του Φάνη Χριστοδούλου, του πιο ολοκληρωμένου παίκτη του 20ού αιώνα στην Ελλάδα.
Εκείνου που μπορούσε να παίξει από άσος μέχρι σέντερ, αλλά κυρίως, εκείνου που με την αγάπη του για το μπάσκετ και την παιδικκή αθωότητα που συνόδευσαν όσα έκανε στο παρκέ, ώθησε πολλούς ανθρώπους να αγαπήσουν το μπάσκετ και να λατρέψουν τον ίδιο!
Η αφήγηση του Νίκου Λινάρδου στο Athletestories.gr με τη δημοσιογραφική επιμέλεια του Γιώργου Αδαμόπουλου:
“Ήμουν στην τρίτη σεζόν μου στον Πανιώνιο, όταν οι παράγοντες της ομάδας, είχαν στρέψει τα βλέμματά τους σε έναν νεαρό που εντυπωσίαζε στα ανοικτά γήπεδα της Αθήνας.
Η διοίκηση, με προεξέχοντες τον Ανδρέα Βαρίκα, τον Παύλο Κορκίδη και τον κυρ-Αργύρη Κορωναίο, έφορο της ομάδας, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μία γενναιόδωρη κίνηση για αυτόν τον πιτσιρικά.
Το όνομα του Φάνη Χριστοδούλου είχε ήδη κυκλοφορήσει στην μπασκετική αγορά, ως ένα αυθεντικό ταλέντο, από την Δάφνη.
Έδωσαν σε αντάλλαγμα κάποιους παίκτες και τον Μάκη Δενδρινό, ως προπονητή, πληρωμένο για μία χρονιά. Ο Μάκης αγωνιζόταν ακόμη, όμως ήδη εργαζόταν ως κόουτς στα τμήματα υποδομής και βοήθησε για μία σεζόν την Δάφνη.
Ο Πανιώνιος δεν είχε την οικονομική επιφάνεια να καταβάλλει ένα μεγάλο ποσό στη ομάδα του Φάνη, η οποία κυρίως ζητούσε παίκτες, έστω και αν δεν είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Α΄ Εθνική, το 1983.
Ήμουν δύο χρόνια μεγαλύτερός του. Γνωριστήκαμε για πρώτη φορά ένα απόγευμα στο ιστορικό κλειστό της Αρτάκης, όμως «δέσαμε» αμέσως.
Ήταν μεν σε διαφορετικό επίπεδο από την κορυφαία κατηγορία, καθώς κατά κύριο λόγο αγωνιζόταν σε ανοικτά γήπεδα.
Ωστόσο, το ταλέντο του ξεχώριζε και ενσωματώθηκε και στην εφηβική ομάδα του Πανιωνίου, με την οποία κατέκτησε το πανελλήνιο πρωτάθλημα, μαζί με τον Γιώργο Γάσπαρη, που επίσης αγωνιζόταν και στους μεγάλους.
Στο ανδρικό τμήμα τον «αγκαλιάσαμε» αμέσως. Ο Δημήτρης Φωσσές ήταν η «μάνα του λόχου», ο Κώστας Μίσσας και οι υπόλοιποι βετεράνοι ήθελαν να βοηθούν τα νέα παιδιά και ο Φάνης αισθάνθηκε αμέσως το οικογενειακό κλίμα του Πανιωνίου.
Ήταν ένα παιδί ιδιαιτέρως ντροπαλό, όμως μέσα στο γήπεδο δεν «κολλούσε» πουθενά.
Με το παιχνίδι του «έλεγε» κάτι σαν «εγώ ήρθα εδώ για να καθιερωθώ» και να επιβεβαιώσει την αξία του, εκπληρώνοντας τις προσδοκίες.
Ήταν φιλότιμος και κάποιες φορές βούρκωνε έπειτα από τα ματς, όταν είτε είχαμε ηττηθεί είτε δεν είχε αποδώσει όπως μπορούσε. Ήταν ένας πολύ ευαίσθητος χαρακτήρας, παιδί της οικογένειας και υπεραγαπούσε τους γονείς του.
Πολύ σεμνός και παρά το αστείρευτο ταλέντο του, η σεμνότητα «βγήκε» και στο γήπεδο, καθώς ήταν πάντα διατεθειμένος να κάνει όλες τις δουλειές στον αγώνα.
Δεν ήταν εγωιστής στο παιχνίδι του, αλλά γεννημένος αλτρουιστής.
Το 1987 ζήσαμε μαζί δύο σπουδαίες στιγμές, αφού πριν από την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ με την Εθνική, είχαμε φτάσει με τον Πανιώνιο στη δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα, με προπονητή τον συχωρεμένο τον Μάκη Δενδρινό.
Ηττηθήκαμε μεν στον τελικό των πλέι οφς από τον σχεδόν ανίκητο Άρη του Νίκου Γκάλη και του Παναγιώτη Γιαννάκη, όμως είχαμε επιβεβαιώσει ότι ήμασταν μία δύναμη στο ελληνικό μπάσκετ και η καλύτερη ομάδα της Αθήνας.
Ο Φάνης, μέσα από τον Πανιώνιο εξελίχθηκε με τρόπο που ίσως να μην είχε καταφέρει αν είχε μετεγγραφεί σε μία ομάδα του κέντρου.
Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ υπολείπονταν μεν τότε της δικής ομάδας, όμως σαφώς και διέθεταν μεγαλύτερο όνομα και κόσμο, κάτι που ενδεχομένως να είχε επιφέρει στον Φάνη επιπλέον πίεση.
Την εποχή εκείνη, ο Πανιώνιος ήταν μία ανερχόμενη δύναμη που στηριζόταν σε νέους παίκτες και αυτό του έκανε καλό και του έδωσε χώρο και χρόνο να εξελιχθεί και να μεγαλουργήσει.
Ο Φάνης γαλουχήθηκε με τις αρχές και τις αξίες του Πανιωνίου και τον βοήθησε να ολοκληρώσει μία μπασκετική οντότητα, η οποία επιβεβαιώθηκε ξεκάθαρα και με τις επιτυχίες του με την Εθνική.
Αγαπήθηκε από τον Πανιώνιο, αν και δεν ήταν γέννημα-θρέμμα της Νέας Σμύρνης, διότι ο κόσμος ταυτίστηκε μαζί του και για τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία του.
Δεν εκβίαζε μέσα στο παρκέ, δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ τις ικανότητες και τη φήμη του και ήταν σημαντικό το ότι δεν βρέθηκε σε έναν σύλλογο με πιο απρόσωπο περιβάλλον.
Έγινε ένα με την ομάδα και τόσο οι παίκτες όσο και οι παλιοί, ρομαντικοί παράγοντες και φυσικά ο κόσμος τού συμπεριφέρθηκαν με έναν τρόπο που του έδειξαν ότι από την αρχή τον θεώρησαν μέλος της οικογένειας του συλλόγου”!
Διαβάστε τη συνέχεια στο athletestories.gr