Γλυνιαδάκης

Ο παλαίμαχος μπασκετμπολίστας και νυν πρόεδρος του ΠΣΑΚ, Ανδρέας Γλυνιαδάκης, “φιλοξενήθηκε” στην εκπομπή “Μπασκετικοί μετανάστες” με τον Γιάννη Σταυρουλάκη και μίλησε για τις εμπειρίες του απ’ τις ΗΠΑ, την Ιταλία, το Καζακστάν, τη Λιθουανία, την Κύπρο, την Τουρκία και τη Ρουμανία.

Αναλυτικά είπε:

Για όταν πρωτοπήγε στην Αμερική: «Είχα γίνει draft απ’ τους Πίστονς στο Νο.58. Η επιλογή και η απόφαση τους ήταν να παραμείνω στη Ευρώπη για άλλα 2 χρόνια, ώστε να πάρω περισσότερες εμπειρίες. Δύο χρόνια μετά, μου ζήτησαν να συμμετάσχω στην προετοιμασία της ομάδας και γι’ αυτό πήρα την απόφαση να δοκιμάσω χωρίς να ‘χω τίποτα να χάσω και σίγουρα ήμουν πιο έτοιμος από 2 χρόνια πριν που είχα γίνει draft. Ανυπομονούσα τόσο πολύ, που είχα γυρίσει το ρολόι σε ώρα Αμερικής πριν καν μπω στο αεροπλάνο».

Για την προετοιμασία των Πίστονς: «Δεν είχα ιδέα τι θα συναντήσω, το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι οι εγκαταστάσεις και ο επαγγελματισμός. Όλα λειτουργούν με μια λεπτομέρεια που δεν υπάρχει στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Ήταν πολύ εντυπωσιακό να είμαι μ’ αυτούς που είχαν πάρει πρωτάθλημα πριν 1-2 χρόνια και να προπονούμε μαζί τους. Θυμάμαι είχα πάρει ένα playbook με 40-50 plays που έπρεπε να τα μάθω σε μια βδομάδα χωρίς να τα κάνω καν στο γήπεδο. Έπρεπε να είμαι πολύ νωρίτερα κάθε μέρα, να κάνω έξτρα προπόνηση σχεδόν χωρίς ρεπό. Όταν οι Πίστονς μου έδωσαν την ευκαιρία να συμμετέχω στο NBDL, ήταν ένα άλλο μπάσκετ, πολύ σκληρές συνθήκες, σε μια λίγκα που είναι πολύ βελτιωμένη τώρα, αλλά παραμένει σκληρή».

Για το πρώτο του ματς με τους Σιάτλ Σουπερσόνικς: «Το να παίζεις στο ΝΒΑ για πρώτη φορά, εκτός του ότι εστιάζεις στο κομμάτι της τεχνικής και της απόδοσης, είναι σαν να παίζεις σε ταινία. Όλα αυτά που έβλεπες τόσα χρόνια από την τηλεόραση και ξαφνικά παίζεις εκεί είναι κάτι απερίγραπτο, μια φανταστική εμπειρία. Ο Μπόμπ Χιλ με ξεκινούσε με όλες τις ομάδες που είχαν έναν ψηλό, όπως ο Ο’Νιλ στο Μέμφις, ο Ιλγκάουσκας στο Κλίβελαντ, ο Ντάνκαν στους Σπερς. Προσπαθούσε να με χρησιμοποιήσει για τα πρώτα λεπτά σε κάθε τέτοιο ματς».

Για την καθημερινότητα στο Σιάτλ: «Το Σιάτλ είναι μια εκπληκτική πόλη, κοντά στο νερό. Θυμίζει μια μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη. Πάρα πολύ εύκολη στο να μείνεις και να κυκλοφορείς, με καλό κλίμα, πάρα πολύ πράσινο. Ήταν εξαιρετικά ευχάριστο για ‘μένα να ‘μαι εκεί».

Για τον Ρέι Άλεν: «Ίσως είναι ο πιο χαμηλών τόνων σταρ που θα μπορούσα να γνωρίσω και, μάλιστα, σταρ στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου. Ήταν εξαιρετικά απλός με όλους και με όλα και φυσικά ήταν ο παίκτης που πήγαινε πρώτος και έφευγε τελευταίος από το γήπεδο».

Για το πέρασμά του απ’ τη Βίρτους Μπολόνια: «Ήταν πολύ σύντομο. Η Βίρτους έψαχνε αθλητές για να συμπληρώσει την ομάδα στα play-offs και να έχει μια καλή πορεία στο Ιταλικό πρωτάθλημα. Εγώ έψαχνα μια καλή ευκαιρία και το να έχω μια καλύτερη εικόνα ενόψει της επόμενης σεζόν, οπότε υπέγραψα εκεί, έπαιξα στα play-offs. Είναι μια φανταστική πόλη και ένα πολύ καλό πρωτάθλημα».

Για την ομάδα της Βίρτους τότε: «Τη δική μου περίοδο ήταν αρκετά ανταγωνιστική. Διεκδικούσε ένα πλασάρισμα στην τελική 4άδα, είχε ένα καλό μπάτζετ για τα δεδομένα τους ιταλικού πρωταθλήματος και την πέτυχα σ’ ένα πολύ καλό σημείο, πριν έρθουν τα προβλήματά της».

Για το πέρασμά του απ’ την Αστάνα: «Ο βασικός λόγος που πήγα στην Αστάνα ήταν η VTB. Η VTB είναι ένα απ’ τα πιο δυνατά πρωταθλήματα της Ευρώπης αυτήν τη στιγμή, με όλες τις ομάδες απ’ την πρώην Σοβιετική Ένωση ν’ αγωνίζονται εκεί. Πραγματικά ήταν ένα πάρα πολύ δυνατό πρωτάθλημα και το βλέπουμε και σήμερα, όπου ο νικητής είναι μεταξύ ΤΣΣΚΑ, Ζενίτ, ΟΥΝΙΚΣ, ομάδες που πρωταγωνιστούν και στην Ευρωλίγκα. Ήταν μια τεράστια εμπειρία και λόγω χώρας, είναι πολύ ιδιαίτερη χώρα το Καζακστάν».

Για το πράγμα που του έχει μείνει απ’ το Καζακστάν: «Οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ σκληρές, παίζαμε με ομάδες που ήταν 3 μέρες σε τρένο για να ‘ρθουν να παίξουν. Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι όταν παίξαμε αγώνα σ’ ένα γήπεδο που ήταν παγοδρόμιο. Είχε τοποθετηθεί απλά ξύλο πάνω και απλές ταινίες, έχοντας κάνει και μια λάθος διαγράμμιση και για να ζεσταθούμε έκαιγε πετρέλαιο με φωτιά στις γωνίες του γηπέδου».

Για το πέρασμά του απ’ τη Λιέτουβος Ρίτας: «Πολύ ωραία εμπειρία. Είναι η πρώτη χώρα που έπαιξα που το μπάσκετ είναι το νούμερο 1 άθλημα και αυτό το βιώνεις σε κάθε σημείο της χώρας. Για τους Λιθουανούς υπάρχουν 3 ομάδες, η Ζαλγκίρις, η Λιέτουβος και η Εθνική τους, οπότε ο κόσμος έκανε σαν τρελός για μπάσκετ παντού. Τα γήπεδα που έχουν είναι πολύ καλύτερα απ’ οποιαδήποτε ελληνικά γήπεδα, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο εδώ. Είναι σε επίπεδα ΝΒΑ τα γήπεδά και τα προπονητήριά τους. Η αγάπη του κόσμου για το μπάσκετ είναι αυτό που κρατάω από ‘κει».

Για τη μπασκετική κουλτούρα στην Κύπρο: «Το παρακολουθούν το άθλημα, αλλά τα μεγαλύτερα προβλήματα στην Κύπρο έχει να κάνει με το ότι είναι πληθυσμιακά πολύ μικρό για να υπάρχει παραγωγή ταλέντων, ο μέσος όρος ύψους είναι πολύ χαμηλός, άρα έχει αντίκτυπο αυτό για τους αθλητές που βγαίνουν απ’ την παραγωγική διαδικασία και φυσικά η τεχνογνωσία που υπάρχει στις μικρές ηλικίες δεν είναι η επιθυμητή. Όλα αυτά μαζί, σε συνδυασμό με το ότι ένα παιδί στα 18 του πρέπει να πάρει αποφάσεις σπουδών και εγκαταλείπει το μπάσκετ, όπως και στην Ελλάδα, κάνουν το μπάσκετ να μην είναι τόσο υψηλού επιπέδου. Παρ’ όλα αυτά, κάνουν μεγάλες προσπάθειες και είναι στο σωστό δρόμο».

Για το τούρκικο πρωτάθλημα που αγωνίστηκε με τη Γκαζιαντέπ: «Το τούρκικο πρωτάθλημα είναι πάρα πολύ δυνατό, ο κόσμος το αγαπάει και το βλέπει. Ήταν πραγματικά μια πολύ δυνατή εμπειρία, γιατί είναι ένα πολύ δυνατό και ανταγωνιστικό πρωτάθλημα και δεν είναι τυχαίο που οι καλές τούρκικες ομάδες πρωταγωνιστούν στην Ευρώπη. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Έμενα 100 χιλιόμετρα απ’ τη Συρία όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, είχε πάρα πολλούς Σύριους στο δρόμο, πήγα μ’ ένα σκάφος στο Ευφράτη ποταμό και η φιλοξενία του κόσμου δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ακούγεται».

Για το πέρασμά του απ’ τη Ροβινάρι: «Είναι ένα αναπτυσσόμενο σπορ, αγαπούν πολύ τα σπορ οι Ρουμάνοι. Είναι κάποια χρόνια πίσω σε σχέση μ’ εμάς, οπότε τώρα είναι όπως εμείς τη δεκαετία του ’90, το βλέπουν σαν μέσο ανάπτυξης, αγαπούν τους αθλητές. Ο κόσμος το γεμίζει το γήπεδο, είχαμε 3-5 χιλιάδες κόσμο σ’ ένα χωριό, στο Ροβινάρι, όπου αυτή η ομάδα δεν υπήρχε στο μπασκετικό χάρτη της Ρουμανίας ουσιαστικά. Μην ξεχνάμε ότι οι Ρουμάνοι έχουν βγει και πρωταθλητές 3×3 τα προηγούμενα χρόνια, οπότε έχουν ένα επίπεδο στο άθλημα».