Ο Κώστας Σλούκας έκανε “ποδαρικό” στο ανανεωμένο site του Ολυμπιακού!
Ο νέος ηγέτης του Ολυμπιακού, αφηγείται τη ζωή του σε μια συνέντευξη που έχει δύο μέρη και περιλαμβάνει λεπτομέρειες από κάθε πτυχή της ζωής του!
Για αυτό, το πρώτο μέρος της, με το οποίο εγκαινιάζει το νέο olympiacosbc.gr, είναι ένα κείμενο… 8.000 λέξεων!
Καλή απόλαυση:
“Είμαι μεγαλωμένος από μια απλή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός και η μητέρα μου πωλήτρια σε γυναικεία είδη. Δεν μπορώ να πω ότι μεγάλωσα δύσκολα. Το αντίθετο.
Οι γονείς μου προσπάθησαν να προσφέρουν σε εμένα και στην αδελφή μου όσα περισσότερα μπορούσαν. Ήμασταν μια μικρομεσαία οικογένεια, απλά ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Μικρός έπαιζε ποδόσφαιρο και έπειτα ασχολήθηκε με την άρση βαρών, όπου μάλιστα ήταν και πρωταθλητής Ελλάδος. Οπότε ήταν εκείνος που ώθησε στον αθλητισμό και εμένα, αλλά και την αδελφή μου».
Παραδόξως η σχέση του με την άρση βαρών είναι ανύπαρκτη.
«Δεν δοκίμασα ποτέ. Ούτε εγώ το ήθελα, αλλά ούτε και ο πατέρας μου, γιατί είναι πολύ δύσκολο άθλημα που δημιουργεί προβλήματα. Περισσότερο με προέτρεψε να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ. Την αδελφή μου νομίζω πως την επηρέασα λίγο περισσότερο εγώ στο να ασχοληθεί με το μπάσκετ».
Η πρώτη στρογγυλή… θεά με την οποία «φλέρταρε» είχε ασπρόμαυρη απόχρωση.
«Αρχικά ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο, κυρίως λόγω σχετικής επιθυμίας του πατέρα μου. Έπαιζα αριστερό χαφ. Υπήρξε μια εποχή που έκανα και τα δύο, και μπάσκετ και ποδόσφαιρο, όμως, για οικονομικούς λόγους, αλλά και για εξοικονόμηση χρόνου, οι γονείς μου, μου ζήτησαν να διαλέξω ένα άθλημα.
Εγώ επέλεξα το μπάσκετ γιατί μου άρεσε περισσότερο. Επίσης επηρεάστηκα αρκετά και από τον ξάδελφό μου που έπαιζε μπάσκετ. Αναφέρομαι στον Γιάννη Μητσάκη. Ξεκίνησα από μια ομάδα του κατηχητικού, ΑΕΝ λεγόταν, μετά πήγα στον Μέγα Αλέξανδρο και στην συνέχεια στον Μαντουλίδη.
Ο λόγος που άλλαξα τόσες ομάδες σε τόσο μικρή ηλικία είχε να κάνει με το ότι μετακομίζαμε και η απόσταση ήταν μεγάλη. Επιπλέον ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πιο μεγάλο σωματείο, πιο οργανωμένο».
Ο Κώστας Σλούκας ξεχώρισε από νωρίς στον αθλητισμό, αλλά και στο σχολείο. Κάποια στιγμή, ωστόσο, ο καλός αθλητής και ο καλός μαθητής έμελλε να… συγκρουστούν.
«Γενικά ήμουν καλός μαθητής. Διάβαζα ως μία ηλικία. Μέχρι και Γ’ γυμνασίου έβγαζα 18,7. Απλά στην συνέχεια με κέρδιζε το μπάσκετ.
Είχα πάρει και το άνευ εξετάσεων εισαγωγή σε όποιο πανεπιστήμιο ήθελα λόγω της Εθνικής ομάδας, οπότε έριξα το μεγαλύτερο βάρος στις προπονήσεις μου. Έκανα διπλές προπονήσεις και η αλήθεια είναι πως στα μαθήματα έμεινα λίγο πιο πίσω».
Το εφαλτήριο στο να κάνει μεγάλα όνειρα ένας μικρός ηλικιακά αθλητής, είναι συνήθως οι επιτυχίες κάποιου άλλου. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του γκαρντ του Ολυμπιακού.
«Θυμάμαι τον Ντέιβιντ Ρίβερς και το Ευρωπαϊκό που κατέκτησε ο Ολυμπιακός το 97. Θυμάμαι και την Εθνική, η οποία δεν είχε φέρει επιτυχίες, αλλά ήταν στις μεγάλες διοργανώσεις.
Και φυσικά θυμάμαι και το 2005, όταν η Εθνική κατέκτησε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Είχα βγει και εγώ στον Λευκό Πύργο και πανηγύριζα!».
Το πραγματικό του κίνητρο, ωστόσο, για να αφοσιωθεί στο μπάσκετ και να πετύχει ήταν το προσωπικό του ‘θέλω’.
«Όσο περισσότερο ασχολούμουν με το μπάσκετ συνειδητοποιούσα πως ήταν αυτό που πραγματικά μου άρεσε και αγαπούσα. Παλιότερα ήμουν χοντρούλης, είχα παραπάνω κιλάκια, για αυτό και ο πατέρας μου με ωθούσε να κάνω έξτρα προπόνηση. Για την ακρίβεια με σήκωνε επτά το πρωί και πηγαίναμε μαζί και τρέχαμε. Αυτό ξεκίνησα να το κάνω από την ηλικία των 14 ετών.
Ο πατέρας μου ήταν πάντα ευθύς και μου έλεγε πως είμαι βαρύς και χρειάζομαι ταχύτητα. Καταλάβαινα πως είχε δίκιο και πως τα έλεγε για το καλό μου, παρότι μου τα έλεγε ωμά, οπότε ξεκίνησα το τρέξιμο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία διαπίστωνα πως συνεχώς βελτιώνομαι, οπότε άρχισε να μου αρέσει».
Η επιτυχία, κυρίως μέσω των μικρών Εθνικών ομάδων, «χτύπησε» πολύ νωρίς την πόρτα του, όμως, παρά την τεράστια αναγνωσιμότητα τα πόδια του παρέμειναν ‘καρφωμένα’ στο έδαφος.
«Είχα κάποιο ταλέντο, έτυχε και οι ομάδες που έπαιζα να είναι τέτοιες ώστε μπορούσα να φανώ. Ήρθαν και οι επιτυχίες με τις Εθνικές ομάδες, όμως, δεν ένιωθα κάποια πίεση από όλο αυτό. Ίσα ίσα μου άρεσε που οι ομάδες που έπαιζα πρωταγωνιστούσαν. Ο πατέρας μου, μου πέρασε την εξής νοοτροπία: Να δουλεύω γιατί κάποιος άλλος, κάπου αλλού δουλεύει περισσότερο από εμένα, οπότε πρέπει να κερδίζω την κάθε μέρα και να γίνομαι όλο και καλύτερος. Επίσης, μου τόνιζε πως αν έχω υπομονή μέσα από την σκληρή δουλειά θα έρθει το αποτέλεσμα. Σίγουρα χρειάζεται και η τύχη, αναφέρομαι στο να μην έχεις τραυματισμούς κτλ, όμως, το βασικότερο είναι να δουλεύεις σωστά. Είναι σημαντικό στην προπόνησή σου να υπάρχει πρόγραμμα».
Στον Θρύλο με Προεδρικό… διάταγμα!
Η επιτυχία δεν ήταν η μόνη που του «χτύπησε» νωρίς την πόρτα. Το ίδιο έκανε και ένας από τους μεγαλύτερους ευρωπαϊκούς συλλόγους (το 2008).
«Όταν ήρθα στον Ολυμπιακό ήμουν 17 στα 18 ετών. Κατέβηκα μόνος μου. Οι Πρόεδροι έδειξαν πως με ήθελαν πάρα πολύ. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή είχα ενδοιασμούς για το αν έπρεπε να έρθω ή όχι, γιατί ναι μεν ήθελα να έρθω στον Ολυμπιακό, αλλά έβλεπα πως ήμουν ένας αθλητής Γ’ Εθνικής που θα πήγαινε σε μια ομάδα που διεκδικούσε την Ευρωλίγκα. Ήξερα πως δεν θα είχα ρόλο και σκεφτόμουν πως δεν θα κάνω ούτε προπονήσεις με την ομάδα. Παρόλα αυτά οι Πρόεδροι έδειξαν πόσο πολύ με ήθελαν και έτσι πήρα μεταγραφή.
Και όντως οι δύο πρώτες χρονιές που έμεινα εδώ ήταν πολύ δύσκολες, γιατί στην ουσία δεν έκανα ούτε προπόνηση. Ήμουν σε μια ομάδα που πρωταγωνιστούσε, αλλά εγώ ήμουν θεατής. Δεν είχα συμμετοχή, ίσα, ίσα λίγο στην προπόνηση».
Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πρόκληση στην καριέρα του, καθώς όπως εξήγησε:
«Ήταν ένα πολύ δύσκολο κομμάτι αυτό, όχι μόνο επειδή ήμουν στο περιθώριο… Όταν είσαι 18 χρονών, έχεις φύγει από το σπίτι σου και έχεις χρήματα, το μυαλό μπορεί να φύγει λίγο. Και όντως έφυγε… Για τρεις τέσσερις μήνες το μυαλό μου ξέφυγε, αλλά στην πορεία επανήλθα γιατί ήξερα τι πραγματικά ήταν αυτό που ήθελα να κάνω: Ήθελα να παίξω μπάσκετ.
Έκανα προπονήσεις εκείνο το διάστημα, αλλά ως 18χρονος σκεφτόμουν… Μήπως να πάω καμιά βόλτα; Μήπως να πιώ έναν καφέ; Ήμουν και αναγνωρίσιμος λόγω των επιτυχιών με τις μικρές Εθνικές ομάδες… Όμως, σε κάποιο σημείο είπα στον εαυτό μου: ‘Δεν κάνεις που δεν κάνεις προπόνηση με την ομάδα, πρέπει να βελτιώσεις το σώμα σου μέσα από ατομικές προπονήσεις’. Έτσι ξεκίνησα να κάνω μόνος μου προπόνηση, κρυφά από την ομάδα. Έτρεχα μόνος μου έξω, πήγαινα σε γυμναστήριο μόνος μου έξω. Γενικότερα προσπάθησα να δουλέψω περισσότερο μόνος μου. Τα αίτια μου με παρακίνησαν ήταν αυτά που προανέφερα. Η αφορμή ήταν ο Θοδωρής Παπαλουκάς.
Μια μέρα μπήκε στα αποδυτήρια και μου είπε πως πάχυνα. Εγώ του είπα πως δεν έχω παχύνει. Εκείνος επέμεινε και στην συνέχεια με έβαλε στην ζυγαριά και όντως είχα πάρει 3-4 κιλάκια! Αυτό με έκανε να αισθανθώ άσχημα και ξεκίνησα να προσέχω ακόμη περισσότερο την διατροφή μου. Νομίζω πως από το σημείο αυτό ξεκίνησα να βελτιώνω το σώμα μου και να βελτιώνομαι ως παίκτης, όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά και αθλητικά».
Για τον Κώστα Σλούκα του 2008 ο Θοδωρής Παπαλουκάς δεν ήταν απλός ένας αθλητής που θαύμαζε απεριόριστα. Ήταν κάτι σαν μέντοράς του…
«Ο Θοδωρής ήταν εκείνος που και με πίστευε και με βοηθούσε. Είχε δει κάποια πράγματα σε εμένα, παρότι ήμουν λίγα κιλάκια παραπάνω. Ήμουν και δωμάτιο μαζί του στην προετοιμασία. Εκείνο το διάστημα αισθανόμουν πάρα πολύ περίεργα. Ήμουν δωμάτιο με έναν παίκτη που πριν 2-3 μήνες, εγώ παίκτης Γ’ Εθνικής, τον έβλεπα από την τηλεόραση στην Εθνική ομάδα. Με έναν παίκτη που έχει πάρει τα πάντα και έχει βγει MVP Ευρωλίγκας, έχει τόσες διακρίσεις στην καριέρα του, κοιμόμουν στο διπλανό κρεβάτι. Φανταστείτε πως από το άγχος μου δεν μπορούσα να κλείσω μάτι! Όμως, είναι αλήθεια πως ο Θοδωρής με βοήθησε πάρα πολύ και με πίστευε. Ακόμη κρατάμε επαφές και μιλάμε συχνά».
Και δεν ήταν μόνο ο Θοδωρής Παπαλουκάς που κοιτούσε με δέος… «Το πρώτο διάστημά μου στον Ολυμπιακό μεγαλύτερη εντύπωση από όλα μου έκαναν οι παίκτες που μέχρι πριν λίγο καιρό έβλεπα στην τηλεόραση. Όλοι αυτοί ήταν πλέον μπροστά μου και ήταν κάτι σαν παραμύθι. Επίσης μου έκανε εντύπωση η οργάνωση μιας υψηλού επιπέδου ομάδας, οι προπονήσεις που επίσης ήταν πάρα πολύ υψηλού επιπέδου και ανταγωνιστικές.
Μάλιστα, θυμάμαι πως στην αρχή ζοριζόμουν πάρα πολύ να βγάλω το πρόγραμμα. Ακόμη και το πιο μικρό, το ότι πηγαίναμε προετοιμασία για δεκαπέντε μέρες μου έκανε εντύπωση. Όλο συνολικά ήταν ένα πολύ μεγάλο σοκ για εμένα. Επαναλαμβάνω από Γ’ Εθνική βρέθηκα σε ομάδα Ευρωλίγκας, που διεκδικούσε τίτλο… Είχαμε τον Τσίλντρες, είχαμε παίκτες τεράστιου βεληνεκούς».
Το πρώτο φάιναλ φορ της καριέρας του (Παρίσι: σεζόν 2009-10) το παρακολούθησε με πολιτικά, στην άκρη του πάγκου. Η λογική λέει πως οποιοσδήποτε στην θέση του θα ονειρευόταν να βρεθεί την επόμενη σεζόν στο ίδιο επίπεδο, αλλά στο παρκέ. Όχι εκείνος, όμως… «Τότε πίστευα μέσα μου πως αυτό δεν είναι το σκαλοπάτι… Εννοώ πως δεν είχα την ψευδαίσθηση πως ξαφνικά θα γίνει κάτι και θα παίξω στον Ολυμπιακό και στο φάιναλ φορ. Είχα συνειδητοποιήσει πως έχω αφήσει σκαλοπάτια που δεν τα έχω περάσει. Εκείνα τα δύο χρόνια προσπαθούσα να δουλεύω μόνος μου έξτρα και να κερδίσω κάτι από αυτές τις χρονιές.
Αν δεν κερδίσω μπασκετικά, γιατί η αλήθεια είναι πως δεν είχα αγώνες και υπήρχαν άλλοι παίκτες της ηλικίας μου που έπαιζαν σε άλλες ομάδες και ήταν πιο μπροστά αγωνιστικά από εμένα, να βελτιώσω το σώμα μου, την ταχύτητά μου… Στοιχεία που θα με βοηθούσαν αργότερα όταν θα χρειαστεί να παίξω. Ήξερα πως δεν θα με έπαιρνε ο προπονητής μόνος του να με βάλει κατευθείαν στην ομάδα του Ολυμπιακού και είναι κάτι πολύ δύσκολο».
Το σκαλοπάτι που αναζητούσε ήρθε το 2010 και ήταν ο Άρης. «Με βοήθησε πάρα πολύ το γεγονός ότι με άφησαν να φύγω έναν χρόνο ως δανεικός στον Άρη. Ζήτησα να φύγω, γιατί ο προπονητής έτσι και αλλιώς δεν με υπολόγιζε. Και ήταν λογικό γιατί η ομάδα είχε πολύ μεγάλο μπάτζετ εκείνη τη χρονιά και υπήρχαν πολλοί και καλοί παίκτες στο ρόστερ. Δεν υπήρχε καθόλου χώρος για εμένα. Ήταν ο Παπαλουκάς, ο Σπανούλης, ο Τεόντοσιτς, ο Γκόρντον… Οπότε πήγα στον Άρη, όπου και εκεί δεν ήταν εύκολα. Προπονητής ήταν ο Σαρόν Ντρούκερ.
Στην αρχή δεν έπαιζα πολύ, μετά κατέληξα να παίζω σαράντα λεπτά, όμως, γίνεται αλλαγή προπονητή, έρχεται ο Σούμποτιτς και δεν έπαιζα πάλι! Τελικά μέρα με τη μέρα κατάφερα να τον κερδίσω και έπαιζα ξανά σαράντα λεπτά. Εκείνη τη χρονιά είχαμε και πάρα πολύ καλή ομάδα. Είχαμε τον Πι Τζέι Τάκερ, Μπόμπι Μπράουν, Ντάνστον, Χαραλαμπίδη, Χατζηβρέττα, Ταπούτο… Είχαμε πάρα πολύ καλή ομάδα. Τερματίσαμε τέταρτοι στο πρωτάθλημα. Σε προσωπικό επίπεδο είχα κάνει μια πολύ καλή χρονιά και είχα ψηφιστεί ως ο καλύτερος νέος του πρωταθλήματος!».
Όταν το σύμπαν συνωμοτεί…
Με τον τίτλο του καλύτερου νέου παίκτη και με την φιλοδοξία πως ήρθε η ώρα να διεκδικήσει τη θέση του στο ερυθρόλευκο ρόστερ, το καλοκαίρι του 2011 επέστρεψε στον Πειραιά.
«Η αλήθεια είναι πως η διοίκηση είχε στο πρόσωπό μου μια ιδιαίτερη εκτίμηση και αυτό ήταν αμοιβαίο. Οι Πρόεδροι πίστευαν στο ταλέντο μου. Επιπλέον, ήταν η τελευταία χρονιά του συμβολαίου μου, ο Ολυμπιακός ήθελε να ελληνοποιήσει το ρόστερ του και για εμένα το level του Άρη το είχα περάσει. Τι να έκανα; Να έμενα εκεί; Θεώρησα πως η καλύτερη επιλογή ήταν να γυρίσω και να προσπαθήσω από τη στιγμή που πατούσα πιο γερά στα πόδια μου να παλέψω για μια θέση στην 12άδα και την ομάδα».
Και χρειάστηκε να παλέψει πολύ, ώστε με την βοήθεια και της τύχης (ή πιο σωστά ατυχίας για κάποιους άλλους), να του δοθεί μια ευκαιρία… «Είναι γνωστό πως δεν ήμουν μέσα στις επιλογές του κόουτς Ίβκοβιτς. Δεν ξέρω τι δεν του άρεσε. Γενικότερα δεν ήμουν στα πλάνα του.
Το 2010 είχα βγει καλύτερος νέος παίκτης του πρωταθλήματος. Είχα έρθει, λοιπόν, με φιλοδοξίες, ότι θα μπορέσω να κάνω κάτι… Ο κόουτς μιλούσε με έναν έναν, τους παίκτες προσωπικά. Σε εμένα ήρθε τελευταίος και μου είπε: ‘Δεν έχω χρόνο για εσένα’. Ήταν κάτι που το εκτίμησα, γιατί μου αρέσουν οι ειλικρινείς συζητήσεις. Εγώ του απάντησα, πως εσύ θα κάνεις ότι καταλαβαίνεις, απλά αυτό που θέλω είναι να μην βγαίνω από την προπόνηση. Και όντως δεν έβγαινα καθόλου, έκανα όλη την προπόνηση. Αυτή τη συζήτηση είχαμε εκείνον τον Σεπτέμβρη.
Μεσολάβησαν τρεις μήνες που δεν έπαιζα καθόλου, μόνο σε κάποια εύκολα παιχνίδια, μέχρι που φτάσαμε αν θυμάμαι καλά Δεκέμβρη. Επρόκειτο να ταξιδέψουμε για Γαλλία και κλασσικά θα ήμουν εκτός δωδεκάδας. Όμως, την παραμονή της αναχώρησης χτύπησε ο Σπανούλης, αν δεν κάνω λάθος ήταν εκτός και ο Κατσίβελης, οπότε μπήκα στην 12άδα.
Όπως είπα και πριν όλο αυτό το διάστημα έκανα και μόνος μου προπόνηση, γιατί ήξερα πως κάτι θα γίνει και θα μου δοθεί η ευκαιρία να δείξω ότι αξίζω. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, ήμουν έτοιμος και πολύ καλά προπονημένος. Κατά τη διάρκειά εκείνου του ματς με την Νανσί ο Μάντζαρης υπέστη θλάση, το ίδιο και ο Λούκας και αν δεν κάνω λάθος δέχθηκε και ο Πελεκάνος μια αγκωνιά και βγήκε εκτός. Μπήκα στο γήπεδο, ίσως και λόγω έλλειψης επιλογών. Εγώ γενικά ήμουν καλός και κερδίσαμε. Ακολούθησε ένα δίμηνο τρίμηνο που έπαιζα πάρα πολύ καλά και ήμουν στο ροτέισον γιατί είχαμε πολλούς τραυματίες, όταν όμως άρχισαν να έρχονται και έγινε και η προσθήκη του Έισο Λο, άρχισα σιγά σιγά να βγαίνω και πάλι από το ροτέισον.
Παρόλα αυτά είχα δείξει πως μπορώ να σταθώ, όχι κάτι ιδιαίτερο και οι Πρόεδροι με δική τους πρωτοβουλία με ανανέωσαν για τα επόμενα τρία χρόνια. Στο τέλος πήραμε και την Ευρωλίγκα και το πρωτάθλημα και ήμασταν όλοι χαρούμενοι».
Για την ιστορία να αναφέρουμε πως ο αγώνας… σταθμός για τον Κώστα Σλούκα ήταν το Νανσί – Ολυμπιακός 74-79, στο οποίο σε αγωνίστηκε 18:20 λεπτά, πέτυχε 8 πόντους (2/2 βολές, 3/4 δίποντα, 0/2 τρίποντα), μάζεψε 1 ριμπάουντ, έδωσε 1 ασίστ και έκανε 1 κόψιμο.
Ο τίτλος του 2012 στην Κωνσταντινούπολη ήταν κυριολεκτικά ομαδική υπόθεση. Τα «πιτσιρίκια» έκαναν την ανατροπή, οι έμπειροι «καθάρισαν» και ο Κώστας Σλούκας βίωσε την απόλυτη δικαίωση.
«Στον τελικό η ΤΣΣΚΑ είχε ξεφύγει με 17 πόντους και ο προπονητής, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως για να κάνει το παιχνίδι ‘ροντέο’, μας έριξε στο παρκέ. Είπαμε πάμε να παίξουμε τα επόμενα δώδεκα λεπτά και ότι γίνει. Το ματς θεωρητικά ήταν χαμένο, ήμασταν στο -17 με αντίπαλο τη μακράν καλύτερη ομάδα. Στο δικό μου μυαλό, βέβαια, τίποτα δεν είχε χαθεί. Ήταν το ματς φάση φάση. Πάμε να παίξουμε ελεύθερα και ότι βγει. Και με τρία συνεχόμενα τρίποντα γύρισε το παιχνίδι, έφτασε εκεί που έπρεπε να φτάσει, δηλαδή στους 4-5 πόντους. Ως εκείνο το σημείο εμείς είχαμε κάνει τη δουλειά μας και μπήκαν οι Σπανούλης και Πρίντεζης ως πιο έμπειροι και με πιο καθαρό μυαλό και ‘καθάρισαν’.
Ξεκινώντας τη χρονιά δεν πήγαινε κανενός το μυαλό σε κάτι τέτοιο. Όλοι λέγαμε βήμα βήμα. Όπως αποδείχθηκε, όμως, τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Μπήκαμε στην 8άδα, περάσαμε στο φάιναλ φορ και από κει και πέρα θεωρώ πως ένα συν ήταν το ότι ήμασταν το αουτσάιντερ. Δεν μας περίμενε κανείς και ήμασταν ήδη πετυχημένοι. Εμείς, όμως, γνωρίζαμε τις δυνατότητές μας! Ένιωσα τεράστια ικανοποίηση, μεγάλη χαρά, ήταν κάτι που εκείνη την ώρα σκεφτόμουν πως ίσως δεν θα το ξαναζήσω!
Είναι ο μεγαλύτερος διασυλλογικός τίτλος που μπορείς να κατακτήσεις στην Ευρώπη και εγώ τα κατάφερα, όπως και πολλοί συμπαίκτες μου πάρα πολύ νωρίς. Υπάρχουν πολλοί μεγάλοι παίκτες και ιερά τέρατα που ελληνικού μπάσκετ που δεν κατάφεραν να το βιώσουν. Εγώ σε ηλικία 21 ετών είχα πανηγυρίσει μια Ευρωλίγκα. Ήταν απίστευτο! Δεν ήταν εύκολο να το συνειδητοποιήσω.
Ακόμη και τώρα όταν σκέφτομαι τι έχουμε ζήσει συγκινούμαι. Αυτές οι στιγμές και ιδιαίτερα με ελληνική ομάδα είναι κάτι απερίγραπτο. Είναι μοναδικό το να βλέπεις ανθρώπους στους δρόμους να πανηγυρίζουν, η επιστροφή από την Κωνσταντινούπολη ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είναι κάτι συγκλονιστικό και δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να το περιγράψει με λόγια».
Ακόμη, πάντως, και σε εκείνες τις στιγμές της απόλυτης δόξας, παρέμεινε προσγειωμένος. «Εγώ κοιτάω τη στιγμή. Κοιτάω τις προσωπικές νίκες. Τι είχα πει; Ότι θέλω να είμαι μέλος αυτής της ομάδας. Ήμουν μέλος αυτής της ομάδας. Αργότερα έβαλα στόχο και θέλω να είμαι ενεργό μέλος αυτής της ομάδας.
Ήμουν ενεργό μέλος αυτής της ομάδας. Αυτό κάνω συνήθως. Δεν κοιτάω μακρινά. Βάζω κοντινούς στόχους που μπορώ να τους πετύχω. Δεν πετάνε τα μυαλά μου, του τύπου να πω ότι θα γίνω ο καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη και θα παίξω φάιναλ φορ ξαφνικά. Ήξερα όταν ήμουν 18 χρονών πως δεν πρόκειται να βρεθώ ξαφνικά στο παρκέ στο φάιναλ φορ έτσι όπως ήμουν. Αυτό θεωρώ πως με έχει φέρει ως εδώ. Σίγουρα, όμως, ήταν μια προσωπική δικαίωση και έξτρα χαρά γιατί ξεκίνησε η χρονιά και ήμουν εκτός 12άδας και έφτασα στον τελικό του φάιναλ φορ να είμαι μέσα στην 5άδα που γύρισε το ματς.
Επίσης, αυτό που μου έχει μείνει πιο έντονα από εκείνη τη χρονιά ήταν το πολύ ωραίο κλίμα που είχαμε ως ομάδα. Και στα αποδυτήρια και μέσα στο γήπεδο, ο καθένας είχε τον δικό του ρόλο, οι ξένοι γνώριζαν τον δικό τους ρόλο, είχαμε κάνει ένα μείγμα συμπαγές, όχι ιδιαίτερα ταλαντούχο, αλλά πάλευε και ήταν δύσκολο να νικηθεί».
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς αποχώρησε από το Λιμάνι ο Γιώργος Μπαρτζώκας τον διαδέχθηκε και παρά την κατάκτηση της δεύτερης σερί Ευρωλίγκας, ο Κώστας Σλούκας, δεν ένιωθε να έχει βρει απόλυτα τον ρόλο του στην ομάδα. «Για εμένα έμπρακτα με την αλλαγή του κόουτς δεν άλλαξε κάτι. Με θεωρούσαν όλοι δεύτερο γκαρντ πίσω από τον Βασίλη, ότι δεν μπορούσα να παίξω πλέι μέικερ. Πίστευα ότι αυτό ήταν λάθος και νομίζω πως απέδειξα πλέον πως είμαι πλέι μέικερ.
Επειδή, λοιπόν, δεν με υπολόγιζαν ως πλέι μέικερ αναγκαστικά λόγω του ότι ο Βασίλης ήταν ο καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη, δεν μου έμενε πολύς χρόνος συμμετοχής. Μου έμεναν 10 με 15 λεπτά maximum. Οπότε αυτά τα 15 λεπτά προσπαθούσα να δίνω ότι μπορώ για την ομάδα μου και να δείξω ότι αξίζω. Ήταν πολύ δύσκολη εποχή. Παρόλα αυτά, προσπαθούσα να βρω τον ρόλο μου όπως μπορούσα και κυρίως να μην πάει χαμένη καμία μέρα. Έκανα έξτρα προπόνηση, συνέχισα να τρέχω μόνος μου…
Εκείνη τη χρονιά τραυματίστηκε σοβαρά ο Μάντζαρης, η ομάδα έφερε τον Πέρκινς για να τον αντικαταστήσει, όμως, δεν ‘ταίριαξε’ στο πλάνο του κόουτς Μπαρτζώκα και με έβαλε εμένα πλέι μέικερ. Παίξαμε με τον Βασίλη μαζί και φτάσαμε στον τίτλο του Λονδίνου. Ήταν ο Λο μαζί με εμένα στον άσσο και ο Σπανούλης στο ‘2’».
H Βack2Βack κατάκτηση της Ευρωλίγκας ήταν ένας άθλος, αλλά και μια ακόμη προσωπική δικαίωση για τον Κώστα Σλούκα. «Ήταν κάτι που δεν είχε κάνει σχεδόν κανείς! Η Μακάμπι μόνο… Εκείνη την περίοδο ήμασταν πολύ φορμαρισμένοι, είχαμε κερδίσει την ΤΣΣΚΑ, που ήταν και πάλι το φαβορί, με 30 πόντους διαφορά. Οπότε υπήρχε και αυτοπεποίθηση και πίστη στις δυνατότητές μας. Σκεφτόμασταν πως αφού το κάναμε πέρυσι, γιατί να μην το κάνουμε και φέτος;
Δεν υπήρχε κανένα άγχος γιατί γνωρίζαμε πως πάλι φτάσαμε στο φάιναλ φορ και τον τελικό. Ξεκίνησε και ο αγώνας, όπως είχε ξεκινήσει στην Κωνσταντινούπολη που χάναμε 15 πόντους στο πρώτο δεκάλεπτο, οπότε η ομάδα ήταν με την πλάτη στον τοίχο και έπρεπε πάλι να παλέψει και να παίξει τα ρέστα της.
Και το έκανε στα επόμενα τριάντα λεπτά και κέρδισε με 100 πόντους και 10 πόντους διαφορά μια Ρεάλ που ήταν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση».
Για μια ακόμη χρονιά υπήρξε αλλαγή σκυτάλης στον πάγκο του Ολυμπιακού. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας αποχώρησε στο ξεκίνημα της σεζόν 2013-14 και ο Γιάννης Σφαιρόπουλος ανέλαβε τα ηνία.
«Τον Σφαιρόπουλο τον εκτιμώ πολύ ως προπονητή και ως άνθρωπο. Πήρε μια ομάδα που ήδη είχε την δομή της. Ο Μάντζαρης ήταν ο βασικός πλέι μέικερ, ο Βασίλης ήταν το 2άρι της ομάδας, εγώ κλασικά έπαιζα ως ‘2’ πίσω από τον Σπανούλη, πάλι δέκα με 15 λεπτά.
Εγώ, όμως, ένιωθα και ήξερα πως άξιζα πολλά περισσότερα. Δεν παίζει ρόλο αν ήμουν εγώ πιο μπροστά από τον Βαγγέλη στις μικρές Εθνικές. Αυτό που έπαιζε ρόλο είναι πως είχε στοιχεία τα οποία ταίριαζαν περισσότερο με τον Σπανούλη. Δεν είναι θέμα καλύτερου ή χειρότερου. Εκείνη την εποχή οι προπονητές θεωρούσαν πως τα στοιχεία που είχε ο Βαγγέλης ταίριαζαν περισσότερο με εκείνα του Βασίλη, οπότε εκείνος έπαιζε δίπλα στον Βασίλη.
Εμένα με πείραζε, αλλά επειδή πατάω στην γη και καταλαβαίνω μπάσκετ, ήξερα πως ο Βασίλης ταίριαζε περισσότερο με τον Βαγγέλη. Παρόλο που πίστευα πως και εγώ αν έπαιζα θα μπορούσα να φέρω αποτέλεσμα, όπως έγινε στο Λονδίνο».
Το «αντίο» παρά την υπερπροσπάθεια των Προέδρων
Το αγωνιστικό κομμάτι και περιορισμένος ρόλος του ήταν τελικά εκείνα που τον οδήγησαν στην… εξώπορτα των «ερυθρολεύκων».
«Ήταν μόνο ο χρόνος συμμετοχής στο μυαλό μου. Ποτέ δεν σκέφτηκα τα χρήματα. Βασικά δεν είχα καν στο μυαλό μου να φύγω από την Ελλάδα, όμως, έτσι όπως διαμορφώθηκαν οι συνθήκες…
Εκείνη τη χρονιά πήγαμε φάιναλ φορ, πήραμε το πρωτάθλημα, ήμουν και αρκετά καλός, βγήκα στην καλύτερη 5άδα του πρωταθλήματος και στο τέλος της σεζόν κάνω μια συζήτηση με τον κόουτς και πολύ ειλικρινά μου λέει και το εκτιμώ πολύ αυτό, πως δεν με θεωρεί πλέι μέικερ, όχι όπως τουλάχιστον το είχε εκείνος στο μυαλό του.
Μου είπε: ‘Έχεις τον ρόλο που πιστεύω πως μπορείς να έχεις’.
Εγώ, όμως, δεν ήμουν ευχαριστημένος με αυτό. Έψαχνα το βήμα παραπάνω. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο, να ανέβω το σκαλοπάτι που πάντα βάζω ως στόχο. Και ποιο ήταν αυτό στην προκειμένη περίπτωση; Μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί ποτέ να φύγω, δεν υπήρχε καμία άλλη ομάδα για εμένα, μόνο ο Ολυμπιακός…
Έκατσα πολλά βράδια, το σκέφτηκα πολύ καλά και είπα ότι πρέπει να φύγω γιατί πιστεύω πως αξίζω πολύ περισσότερα από τον τρόπο που με χρησιμοποιούσαν».
Το καλοκαίρι του 2015 ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά. Για αυτό και ο ίδιος θέλησε να ξεκαθαρίσει το τι ακριβώς συνέβη.
«Ο κόσμος δεν γνωρίζει την αλήθεια. Τι είχε γίνει; Εκείνο το καλοκαίρι είμαι ελεύθερος παίκτης, δεν έχω συμβόλαιο. Μέσα στην χρονιά ήθελα να ανανεώσω, όμως, η τακτική της ομάδας ήταν να μην ανανεώνει πρόωρα τα συμβόλαια. Δεν είναι θέμα αν είναι σωστή ή λάθος γιατί πολλές φορές κάποιοι μπορεί να ανανεώσουν κι αυτό να αποδειχθεί λάθος στη συνέχεια. Ήρθε το τέλος της σεζόν, λοιπόν, και ήμουν ελεύθερος. Μπορούσα να υπογράψω όπου ήθελα, δεν είχα κάποια δέσμευση. Παρόλα αυτά δεν είχα κάνει κάτι πίσω από την πλάτη του Ολυμπιακού όπως ακούστηκε.
Μιλάω με την διοίκηση η οποία όντως με ήθελε, όμως, προσωπικά πάντα αφήνω τα χρήματα σε δεύτερη μοίρα. Μιλάω με τον προπονητή ο οποίος με θέλει στην ομάδα, αλλά με τον ρόλο που είχα, κάτι που εμένα δεν με κάλυπτε. Ήθελα να παίξω πλέι μέικερ. Μίλησα δηλαδή και με την διοίκηση και με τον προπονητή. Δεν έμεινα ευχαριστημένος γιατί δεν θα έπαιζα πλέι μέικερ.
Στην συνέχεια με πήρε τηλέφωνο ο καλύτερος προπονητής για εμένα στην Ευρώπη και μου λέει: ‘Ξέρω πως είσαι ελεύθερος, θέλω να μιλήσω μαζί σου’. Δεν είχα καμία άλλη επαφή με κάποιον από την Φενέρμπαχτσε, μόνο το τηλεφώνημα του Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
Μου είπε, λοιπόν, σε εκείνο το τηλεφώνημα πως ήταν στην Αθήνα και ήθελε να βρεθούμε να μιλήσουμε. Τι ποιο φυσιολογικό να μιλήσει ένας ελεύθερος παίκτης με έναν προπονητή που τον θέλει; Συναντήθηκα μαζί του είκοσι λεπτά, μιλήσαμε πέντε λεπτά για την ομάδα και δεκαπέντε μου έλεγε για την Ελλάδα, την Χαλκιδική, την Μύκονο κτλ. Μέσα στα πέντε λεπτά, όμως, μου είπε δύο πράγματα: ‘Είσαι το πλέι μέικερ που θέλω και θα παίξεις’. Δεν μιλήσαμε καν για χρήματα.
Εγώ του απάντησα: ‘Εδώ είναι το σπίτι μου, η οικογένειά μου, είμαι επτά χρόνια στον Ολυμπιακό, έχω δεθεί με την ομάδα, έχω πανηγυρίσει τίτλους… Είμαι στο σπίτι μου και είμαι πολύ καλά. Αυτό που θέλω να ξέρω είναι, αν τα αφήσω όλα αυτά θα παίξω; Και μου απάντησε πως θα παίξω. Από εκεί και πέρα δεν είχα κάτι να ακούσω… Δεν συμφώνησα εκεί, απλά ήξερα μέσα μου πως εκεί θα είναι το επόμενο βήμα μου».
Ακολούθησε ένα ακόμα ραντεβού.
«Πήγα να ανακοινώσω στους Προέδρους την απόφασή μου, γιατί άξιζαν μια ειλικρινή συζήτηση μαζί μου. Και θα πρέπει να πω πως στο τέλος οι Πρόεδροι μου έδιναν απίστευτα χρήματα για να με κρατήσουν. Αυτό δείχνει το πόσο με πίστευαν και πόσο ήθελαν να με κρατήσουν.
Ήταν μια συναισθηματικά φορτισμένη συνάντηση γιατί οι Πρόεδροι με είχαν βοηθήσει πάρα πολύ στην καριέρα μου. Όμως, τους είπα σε εκείνη τη συζήτηση πως όσα χρήματα και αν μου έδιναν δεν θα υπέγραφα γιατί έψαχνα το κίνητρο. Τα χρήματα δεν με συγκινούν. Με συγκινεί η προοπτική, το να έχω κίνητρο… Τους ανακοίνωσα, λοιπόν, πως θα συνεχίσω στην Φενέρμπαχτσε».
Η Φενέρμπαχτσε, η επιστροφή στο ΣΕΦ και η δικαίωση
Το κάθε αρχή και δύσκολη με κάποιον περίεργο ήταν πάντα… ταυτισμένο με την καριέρα του, καθώς ο πρώτος του χρόνος στην Τουρκία συνοδεύτηκε όχι μόνο με τραυματισμό, αλλά και αμφισβήτηση.
«Η πρώτη χρονιά εκτός Ελλάδος ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Επτά χρόνια στον Ολυμπιακό όλα γινόντουσαν αυτοματοποιημένα… Που λέει ο λόγος το αυτοκίνητο ερχόταν μόνο του στο ΣΕΦ και η ρουτίνα ήταν συγκεκριμένη. Και μέσα σε λίγους μήνες άλλαζα προπονητή, συμπαίκτες, αποδυτήρια, γήπεδο, χώρα, πόλη, απαιτήσεις, τα πάντα… Και επιπλέον εκεί έπαιζα σαν ξένος. Υπάρχει συνεχής κριτική. Επίσης, είχα αρκετούς τραυματισμούς. Υπήρχε αμφισβήτηση στο πρόσωπό μου, ιδιαίτερα στην αρχή, αλλά υπήρχε και εμπιστοσύνη από τον προπονητή και τους συμπαίκτες μου. Την πρώτη σεζόν φτάσαμε στον τελικό της Ευρωλίγκας, χάσαμε στην παράταση από την ΤΣΣΚΑ, πήραμε το πρωτάθλημα, πήραμε το Κύπελλο Τουρκίας και ήταν μια επιτυχημένη χρονιά. Προσωπικά για εμένα ήταν μια πολύ μέτρια χρονιά με πάρα πολλούς τραυματισμούς».
Παρόλα αυτά δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό ούτε σαν σκέψη η επιστροφή στα… σίγουρα.
«Γενικότερα για ότι αποφάσεις παίρνω δεν μετανιώνω, γιατί τις παίρνω μετά από πολλή σκέψη. Για την ακρίβεια πιστεύω πως δεν υπάρχει σωστή επιλογή. Υπάρχει η επιλογή με το μυαλό σου, αυτή που βάζεις κάτω όλα τα δεδομένα, αποφασίζεις και από κει και πέρα δίνεις το 100% σου και όπου σε βγάλει. Δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις. Οπότε δεν πέρασε από το μυαλό μου να επιστρέψω σε ένα οικείο περιβάλλον. Είπα αυτό επέλεξα και θα γίνει».
Μια από τις πιο δύσκολες στιγμές του ως μέλος της τουρκικής ομάδας ήταν και η επιστροφή του στο ΣΕΦ.
«Ήταν κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Για εμένα ο Ολυμπιακός ήταν το σπίτι μου για επτά χρόνια, φέραμε επιτυχίες. Ήμουν ένας Έλληνας που πάλεψε για τη φανέλα, αγάπησε την ομάδα, πονούσε την ομάδα, δεν κοιμόταν το βράδυ όταν χάναμε…
Με πείραξε πάρα πολύ όταν γύρισα και ενώ ήμουν συμπαίκτης με τον Πέρο (Άντιτς) και στην Φενέρμπαχτσε, εκείνος χειροκροτήθηκε και τραγουδήθηκε το όνομά του, ενώ εμένα που ήμουν επτά χρόνια στην ομάδα και Έλληνας με αποδοκίμασαν. Να ξεκαθαρίσω πως δεν θέλω να πω κάτι για τον Άντιτς. Ίσα, ίσα δύο χρόνια έδωσε και την ψυχή του για τον Ολυμπιακό. Όμως, εμένα αυτό με πείραξε.
Δεν κατακρίνω τον κόσμο, δεν ήξερε πως έγιναν τα πράγματα και τις σκέψεις μου. Ο κόσμος έχει τη δική του άποψη και καλά κάνει. Την κριτική την ακούω, αλλά δεν με επηρεάζει. Εμένα με νοιάζουν οι κοντινοί μου άνθρωποι. Η οικογένειά μου και όσοι συνεργάζομαι ή συνεργάστηκα τι άποψη έχουν για εμένα. Αυτό είναι το βασικότερο. Παρόλα αυτά με πείραξε. Θεωρώ πως επηρεάστηκε ο κόσμος. Εκείνη την περίοδο το κλίμα ‘μπαρουτιάστηκε’ περισσότερο από όσο έπρεπε. Ίσως βέβαια επειδή ήμουν αγαπητός στον κόσμο, να πείραξε το ότι έφυγα».
Στη Φενέρμπαχτσε ο Κώστας Σλούκας συνεργάστηκε με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς για τον οποίο τρέφει μεγάλη εκτίμηση:
«Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς ήταν ο μόνος που πίστεψε τόσο πολύ σε εμένα και στις δυνατότητές μου. Ποτέ άλλοτε δεν είχα υπάρξει το παιδί του προπονητή. Ίσως να ήμουν στο δημοτικό ή στο γυμνάσιο. Δεν μπορώ να πω πως εκτός γηπέδου είχαμε κάτι παραπάνω από τις τυπικές σχέσεις. Είχαμε πολύ καλή σχέση γενικότερα, όμως, ήταν προπονητής μου και κρατούσαμε τις ισορροπίες. Ήταν ο προπονητής και εγώ ήμουν ο παίκτης. Κέρδισα πάρα πολλά από τη συνεργασία μας».
Στην πρώτη του χρονιά στην Φενέρμπαχτσε έφτασε στην πηγή χωρίς να πιει νερό. Στην δεύτερη, όμως, γεύτηκε το νέκταρ της επιτυχίας, καθώς κατέκτησε την 3η Ευρωλίγκα στην καριέρα του.
«Η δεύτερη χρονιά ήταν λίγο καλύτερη. Πάλι αντιμετώπισα ένα τραυματισμό, οπότε δεν ήμουν έτοιμος στο τελείωμα. Ίσα ίσα πρόλαβα πλέι οφ και φάιναλ φορ. Δεν ήμουν έτοιμος. Παρόλα αυτά η ομάδα πέτυχε τον βασικό της στόχο που ήταν να πάρει την Ευρωλιγκα. Επίσης δεν θα ξεχάσω πως εκείνη τη χρονιά έγινε κάτι παρόμοιο με τον Ολυμπιακό. Φορμαριστήκαμε την κατάλληλη στιγμή στα πλέι οφ με τον Παναθηναϊκό, τον οποίο αποκλείσαμε με μειονέκτημα έδρας με 3-0. Αν δεν κάνω λάθος από τότε και μετά κάναμε 20 σερί νίκες και πήραμε Ευρωλίγκα, αλλά και Τουρκικό πρωτάθλημα.
Η χαρά ήταν πολύ μεγάλη, όπως και η ικανοποίηση, γιατί η Τουρκία δεν είχε βιώσει ποτέ κάτι τέτοιο. Καμία τουρκική ομάδα δεν είχε καταφέρει να πάρει Ευρωλίγκα. Και σίγουρα εκείνη τη στιγμή βλέπεις να ανταμείβεσαι για την προσπάθεια και τους κόπους όλης της χρονιάς. Για εμένα ήταν η τρίτη Ευρωλίγκα. Εννοείται ότι χάρηκα πάρα πάρα πολύ και ήταν κάτι συγκινητικό, όμως, παρότι χαιρόμουν για εμένα ήταν πιο ξεχωριστή η Ευρωλίγκα με τον Ολυμπιακό. Γιατί ήταν το σπίτι μου, η χώρα μου, η ομάδα μου. Είναι διαφορετικά το συναίσθημα όταν την κατακτάς με ελληνική ομάδα».