Ο νέος γκαρντ της ΧΑΝΘ, Στέλιος Μαραγκουδάκης, μίλησε στην εκπομπή “Άμεσο Ριπλέι” του EOK WebRadio με τη Μαριάννα Αξιοπούλου.
Αναλυτικά όσα είπε ο πρώην γκαρντ του Περιστερίου:
Για την απόφασή του να πάει στη ΧΑΝΘ: «Αυτό που με έκανε να συμφωνήσω με τη ΧΑΝΘ ήταν η προσέγγιση που είχα από τους ανθρώπους της ομάδας και από τον κόουτς συγκεκριμένα. Μου εξήγησε ποιο είναι το πλάνο της ομάδας και με βρήκε απόλυτα σύμφωνο. Βλέπω ότι γίνεται κάτι πολύ καλό στη ΧΑΝΘ, δηλαδή δίνει πάτημα στα νέα παιδιά ώστε να μπορούν να εξελιχθούν μέσα στο γήπεδο και αυτό είναι κάτι πολύ καλό».
Για το αν θα είναι έτοιμος για τη νέα σεζόν: «Σίγουρα θα είναι δύσκολο το επίπεδο, γιατί τα τελευταία χρόνια είναι πολύ ανταγωνιστικό το πρωτάθλημα της Elite League. Έχω δουλέψει πολύ και θεωρώ πως θα είμαι έτοιμος στην αγωνιστική περίοδο».
Για τους στόχους του τη φετινή σεζόν: «Δε θέλω να μιλήσω για ατομικούς στόχους. Δε μου αρέσει να θέτω ατομικούς στόχους, γιατί το άθλημα του μπάσκετ είναι ομαδικό. Αυτό που θα ήθελα όταν τελειώσει η σεζόν και κάνουμε το “ταμείο” είναι να έχουμε πετύχει με την ομάδα τους στόχους. Ο κόουτς είπε ότι στόχος μας είναι φέτος να παίζουμε ωραίο μπάσκετ. Όταν τελειώσει η σεζόν θέλω να έχω δώσει το 110% να βοηθήσω την ομάδα να παίζει καλό μπάσκετ».
Για την αναβάθμιση της Elite League: «Ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια έχει ανέβει πάρα πολύ. Βλέπουμε πολύ καλούς Έλληνες, αλλά και ξένους παίκτες να αγωνίζονται σε αυτήν την κατηγορία, πράγμα που δείχνει πόσο υψηλό επίπεδο έχει. Είναι ένα πάρα πολύ καλό βήμα να αναδείξει ένας μικρός παίκτης το ταλέντο του».
Για τις απόψεις που εκφράζονται για τις Εθνικές ομάδες: «Προφανώς άποψη μπορεί να έχει ο κάθε κόσμος και να μας κρίνει εμάς που παίζουμε το καλοκαίρι στις Εθνικές. Ο περισσότερος κόσμος που είναι εκτός χώρου δε μπορεί να καταλάβει ότι εμείς είμαστε σχεδόν τρεις μήνες μακριά από τις οικογένειες μας και το μόνο που θέλουμε να πετύχουμε τον στόχο. Να πάρουμε ένα μετάλλιο, που είναι το ιδανικό, αλλά ακόμα να παλεύομε και για το εθνόσημο που είναι ύψιστη τιμή. Αυτό το πράγμα δε μπορούν να το καταλάβουν κάποιοι, αλλά διαβεβαιώνω όσους αμφισβητούν αυτήν την προσπάθεια αυτών των παιδιών ότι ο καθένας μας δίνει το 110% για να κάνει περήφανη τη χώρα του και να πάρουμε κάποια διάκριση».
Για το αν του έλλειψε η Εθνική: «Το να φοράς το εθνόσημο είναι κάτι που το περιμένεις όλη τη σεζόν, αλλά έτσι είναι η ζωή. Έχει τα καλά έχει και τα κακά. Πρέπει να βγαίνεις πιο δυνατός από μια αποτυχία, να κάτσεις να δουλεύεις και να γίνεσαι καλύτερος».
Για τον κόουτς Σπανούλη και την κόουτς Δελή: «Θα ξεκινήσω από τον κόουτς Σπανούλη, που τον είχα πρώτη φορά φέτος στο ανδρικό του Περιστερίου. Δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτό το συναίσθημα να σε προπονεί ένας legend τού ευρωπαϊκού μπάσκετ. Το πόσο κίνητρο σού δίνει κάθε μέρα να δουλεύεις στην προπόνηση. Οι συμβουλές που μας έδινε κάθε μέρα στην προπόνηση. Γενικά όλη η νοοτροπία που περνάει στον αθλητή δε μπορείς να την περιγράψεις με λόγια αν δεν το ζήσεις. Είναι κάτι φανταστικό για ένα παιδί και πόσο μάλλον για ένα 18χρονο παιδί. Ήμουν σίγουρος ότι θα πετύχει η Εθνική ομάδα με εκείνον ως προπονητή, γιατί έχει αυτήν τη φιλοσοφία, αυτήν την αύρα που παρακινεί όλους τους παίκτες του να δίνουν το 110% μέσα στο γήπεδο και όπως είδαμε έτσι έγινε.
Για την κόουτς Δελή τι να πω, με έχει μεγαλώσει, με έχει από τα 10 μέχρι τα 18 μου, είναι μια σχέση λατρείας. Εκτός από προπονήτρια μου είναι σαν μαμά μου μέσα στο γήπεδο. Είναι τρομερός άνθρωπος και τρομερή σαν κόουτς».
Για το ότι οι ανδρικές ομάδες πρέπει να εμπιστευτούν γυναίκες προπονήτριες: «Εννοείται ότι πρέπει να “σπάσει” κάποια στιγμή αυτό το στερεότυπο και πρέπει να γίνει όσο πιο άμεσα γίνεται, γιατί προπονήτριες σαν την κόουτς Δελή έχουν και την ικανότητα να το κάνουν αυτό και να πετύχουν με μια ανδρική ομάδα, αλλά και μπορούν να το κάνουν αυτό το πράγμα. Πρέπει κάποιος να βγει και να τις εμπιστευτεί τις γυναίκες προπονήτριες, γιατί έχουμε καλές στην Ελλάδα».