Τη δύσκολη αποστολή του Αμαρουσίου που στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και τον ρόλο του προπονητή μετά από αυτόν του παίκτη, ανέλυσε ο Μάριος Μπατής στο Man to Man powered by Stoiximan.
Αναλυτικά όσα είπε:
Για την παραμονή του Αμαρουσίου στη Stoiximan GBL: «Όταν ήρθε η πρόταση από το Μαρούσι να αναλάβω την τεχνική ηγεσία, ήμουν ήδη μέσα στην ομάδα. Ήμουν στο σταφ, ήξερα καλά τους ανθρώπους, τον τρόπο που λειτουργεί ο σύλλογος, τα προβλήματα. Είχα εικόνα από μέσα. Για να είμαι ειλικρινής, όταν ανέλαβα, η ομάδα ήταν ήδη στη ζώνη του υποβιβασμού. Δεν υπήρχε χειρότερο σενάριο. Ήμασταν δύο νίκες πίσω από το Λαύριο και είχαμε μειονέκτημα σε όλες τις ισοβαθμίες. Δηλαδή, δεν υπήρχε περιθώριο να πάει κάτι πιο στραβά και αυτό, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ήταν ένα “συν” για την απόφασή μου. Δεν είχα τίποτα να χάσω. Βέβαια, το έργο ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Το Μαρούσι μετρούσε δέκα συνεχόμενες ήττες. Το μπάσκετ δεν είναι διακόπτης που τον ανοίγεις και αλλάζουν όλα από τη μια στιγμή στην άλλη. Αλλά για εμένα, προσωπικά, ένα ξεκίνημα σπάνια είναι ιδανικό. Πάντα υπάρχουν δυσκολίες. Δεν σε εμπιστεύονται εύκολα σε μια ομάδα που πάει καλά, τις περισσότερες φορές πρέπει να μπεις στα δύσκολα, να “βγάλεις το φίδι από την τρύπα”, όπως λέμε. Κι επειδή γνώριζα την ομάδα, πίστευα ότι το Μαρούσι έχει μέσα του τη δύναμη να επανέλθει. Να “ξυπνήσει”. Γι’ αυτό και αποφάσισα να μείνω, να πάρω την ευθύνη ως πρώτος προπονητής.»
Για το αν σε τέτοιες περιπτώσεις οι προπονητές σκέφτονται περισσότερο το ενδεχόμενο της αποτυχίας: «Σίγουρα υπάρχει ρίσκο. Υπάρχει ρίσκο σε κάθε επιλογή που κάνουμε στην επαγγελματική πορεία, και όχι μόνο. Το ρίσκο είναι παντού. Από την άλλη, όμως, πολλές φορές δεν έχεις τον χρόνο να το αναλύσεις διεξοδικά. Πολλές αποφάσεις πρέπει να τις πάρεις μέσα σε λίγα λεπτά. Εμένα με βοήθησε το γεγονός ότι ήμουν ήδη μέσα στο Μαρούσι. Ξέραμε όλοι τι ρόστερ είχαμε, γνωρίζαμε την ποιότητα των παικτών, και το πιο σημαντικό: ξέραμε ότι αυτή η ομάδα μπορεί να σταθεί όρθια κάτω από πίεση. Εκείνη τη στιγμή, η πραγματικότητα ήταν σκληρή, βλέπαμε τον υποβιβασμό κατάματα. Δεν υπήρχε χειρότερο σενάριο. Από τη δική μου οπτική, είχαμε μόνο να κερδίσουμε. Σίγουρα, αν η ομάδα έπεφτε, θα έμενε στο βιογραφικό μου ένας υποβιβασμός. Θα μπορούσαν να πουν “ο Μάριος δεν τα κατάφερε, δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες”. Αλλά προσωπικά, πίστευα πως άξιζε να το παλέψουμε. Και τελικά, δικαιωθήκαμε.»
Για το τι κρατά από τη θητεία του στο Μαρούσι ως προπονητής: «Μένει σίγουρα μια γλυκιά γεύση. Ένας στόχος επετεύχθη, ο μοναδικός που μας είχε απομείνει στο τέλος της χρονιάς. Από εκεί και πέρα, όλα τα στάδια της προπονητικής είναι διαφορετικά. Άλλο να είσαι δεύτερος βοηθός, άλλο πρώτος βοηθός, άλλο να βρίσκεσαι μπροστά, να είσαι εσύ ο επικεφαλής. Πρέπει να περάσεις από όλα αυτά για να καταλάβεις τη διαφορά. Σε εμένα δόθηκε η ευκαιρία να βγω μπροστά. Γιατί όταν είσαι πίσω, ως πρώτος βοηθός, μπορεί να έχεις μια ιδέα και να την πεις στον head coach. Εκείνος θα τη φιλτράρει, εκείνος θα πάρει την τελική απόφαση, εκείνος θα χρεωθεί και το αποτέλεσμα. Είτε είναι επιτυχία είτε αποτυχία. Αυτή τη φορά, ήμουν εγώ εκείνος που έπρεπε να πάρει τις αποφάσεις. Σωστές ή λάθος, ήταν δικές μου αποφάσεις. Και, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, βοήθησα την ομάδα. Και αυτό είναι μια διαδικασία αφού μαθαίνεις, κερδίζεις εμπειρίες για την επόμενη μέρα. Αυτό που κρατάω περισσότερο είναι η καθημερινή δουλειά στην προπόνηση. Το πώς καταφέραμε να αλλάξουμε το κλίμα. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό: ότι στο τέλος της ημέρας, καταφέραμε να χαμογελάμε, να χαιρόμαστε που πηγαίναμε στο γήπεδο. Αυτό το κλίμα φάνηκε και μέσα στο παιχνίδι. Ήταν η βάση για να κρατηθούμε στα playouts και να πετύχουμε αυτό που έμοιαζε σχεδόν αδύνατο.»
Για το αν πλέον, ως κόουτς, καταλαβαίνει τους παίκτες που παραπονιούνται για τον χρόνο συμμετοχής τους: «Υπάρχουν δύο κατηγορίες προπονητών. Εκείνοι που ξεκινούν πολύ νωρίς και ακολουθούν εξαρχής τον δρόμο της προπονητικής, και εκείνοι που πρώτα ήταν παίκτες και πέρασαν στον πάγκο. Οι παίκτες που γίνονται προπονητές, όπως κι εγώ, κουβαλούν 18, 19, 20 χρόνια εμπειρίας μέσα στα γήπεδα. Έχουν εικόνες, έχουν ζήσει καταστάσεις. Όμως είναι τελείως διαφορετικό το να είσαι μέσα στο παιχνίδι από το να το διαχειρίζεσαι απ’ έξω. Όταν είσαι παίκτης, διαχειρίζεσαι μόνο τον εαυτό σου. Πολλές φορές λειτουργείς με το ένστικτο, σκέφτεσαι πώς θα κερδίσεις, και καμιά φορά δε σε νοιάζει τι θα πει ο συμπαίκτης σου ή ο προπονητής. Ως προπονητής όμως, έχεις να διαχειριστείς 12 διαφορετικούς χαρακτήρες. Ποτέ, σε καμία ομάδα, δεν είναι όλοι 100% ικανοποιημένοι. Πάντα θα υπάρχουν παράπονα. Το ζήτημα είναι να κρατάς μια ισορροπία, αλλά μια ισορροπία δίκαιη. Οι παίκτες πάντα θα γκρινιάζουν όταν δεν παίζουν. Αυτό το κομμάτι, επειδή το έχω ζήσει, με βοηθά να καταλαβαίνω πώς αισθάνονται. Ξέρω πώς είναι να είσαι σε αυτή τη θέση και φροντίζω να τους μιλάω και να τους φέρομαι όπως θα ήθελα κι εγώ να μου φερθούν τότε.»
Για το αν κάνει όνειρα ως προπονητής και μέχρι πού φτάνουν οι φιλοδοξίες του: «Όλοι έχουμε φιλοδοξίες. Αν δεν έχεις φιλοδοξίες, δεν μπορείς να σηκωθείς το πρωί απ’ το κρεβάτι. Θα νιώθεις ότι πας απλώς να “βγάλεις την υποχρέωση”. Και αυτό δεν έχει καμία θέση στο μπάσκετ. Στο μπάσκετ, και γενικά στη ζωή, πρέπει να έχεις στόχους. Μικρούς στόχους, εφικτούς. Βήμα-βήμα. Είναι αυτοί που σε κρατούν ζωντανό μέσα στον χώρο. Από την εμπειρία μου αυτά τα 4-5 χρόνια που είμαι προπονητής, ένα πράγμα έχω μάθει: όταν κάνεις σχέδια, ο Θεός γελάει. Πρέπει να παραμένεις ταπεινός. Δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η επόμενη μέρα. Εκεί που νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει κάτι, συνειδητοποιείς ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Η επόμενη μέρα μπορεί να σε βρει από την αρχή. Να χρειαστεί να παλέψεις ξανά, να πολεμήσεις ξανά, να αποδείξεις πράγματα για να αποκτήσεις αυτό που θεωρούσες κεκτημένο. Κάθε μέρα είναι διαφορετική. Και αυτό, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, είναι που κάνει το ταξίδι όμορφο.»
Για την ομάδα που ένιωσε περισσότερο «σπίτι» του και εκείνη στην οποία έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας του: «Αν το δούμε με βάση τη διάρκεια που έμεινα σε κάθε ομάδα, σίγουρα “σπίτι” μου ήταν ο Πανιώνιος. Έμεινα συνολικά οκτώ χρόνια εκεί, δύο διαφορετικές τετραετίες. Υπήρξα και αρχηγός αυτής της ιστορικής ομάδας. Ίσως δεν έφυγα με τον πιο ιδανικό τρόπο και κάποιοι φίλαθλοι του Πανιωνίου το κρατάνε ακόμα, επειδή έφυγα σε μια δύσκολη στιγμή για τον σύλλογο. Το καταλαβαίνω. Από την άλλη, ο κόουτς Μπαρτζώκας, με τον οποίο συνεργάστηκα πέντε χρόνια στην Ολύμπια Λάρισας, τον Πανιώνιο και το Μαρούσι έχει πει πως οι καλύτερές μου χρονιές ήταν στην Ολύμπια Λάρισας. Και θα σεβαστώ τη γνώμη του. Θα πω ότι, μπασκετικά, έπαιξα το καλύτερο μου μπάσκετ στην Ολύμπια Λάρισας. Αλλά σαν στο σπίτι μου ένιωσα στον Πανιώνιο. Όταν μένεις οκτώ χρόνια σε μια ομάδα, δεν μπορείς να το πεις αλλιώς.»
Για το πέρασμά του από την Ολύμπια Λάρισας: «Η Ολύμπια είχε πλάνο. Είχε μια διοίκηση που προσπαθούσε να σου δώσει όλα τα εφόδια για να κάνεις σωστά τη δουλειά σου. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και το ότι ήμασταν στην επαρχία. Στην επαρχία είσαι πιο συγκεντρωμένος σε αντίθεση με την Αθήνα, όπου υπάρχουν περισσότεροι περισπασμοί και η καθημερινότητα είναι πιο απαιτητική. Η Ολύμπια με έκανε πιο συνειδητοποιημένο επαγγελματία. Ήμουν τότε 27-28 χρονών, μετά από ένα πέρασμα στην Α2, και με βοήθησε να επιστρέψω στην Α1. Με έβαλε να σκεφτώ πιο σοβαρά: “Αυτή είναι η δουλειά μου. Εδώ πρέπει να επενδύσω, εδώ πρέπει να δουλέψω”. Ήταν καθοριστική περίοδος για την καριέρα μου.»
Για το τι έχει μείνει ίδιο από την αρχή της μπασκετικής του πορείας μέχρι σήμερα: «Γενικά, όταν ένας αθλητής ξεκινά την καριέρα του και περνάει στο επαγγελματικό επίπεδο, η δίψα παραμένει ίδια για ένα μεγάλο ποσοστό. Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, αρχίζει η φθορά. Ο επαγγελματισμός, όσο απαραίτητος κι αν είναι, σιγά-σιγά σκοτώνει εκείνο το αγνό συναίσθημα του ερασιτέχνη, το “θέλω να πάω να παίξω, γιατί το αγαπάω”. Μπαίνουν στη μέση άλλες σκέψεις: “Πρέπει να βοηθήσω την οικογένειά μου”, “πρέπει να σταθώ στα οικονομικά μου”. Αν πω ότι μου έμεινε η ίδια δίψα, θα πω ψέματα. Αλλά δεν θα πω ότι δεν άξιζε όλο αυτό. Το μπάσκετ με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, και επαγγελματικά, αλλά και σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα και τη ζωή μου γενικότερα. Υπάρχουν στιγμές που νομίζεις πως έχεις κατακτήσει κάτι, και τελικά δεν το κρατάς. Έρχεται κάποιος άλλος και σου παίρνει αυτό που θεωρούσες δικό σου, μέσα από τα χέρια σου. Και τότε λες: “Γιατί;”. Εκεί είναι που πρέπει να σταθείς δυνατός. Να συνεχίσεις, ακόμα και μέσα στις δυσκολίες. Γιατί αν δεν παίξεις στον Παναθηναϊκό, στον Ολυμπιακό ή σε άλλες μεγάλες ομάδες, το μπάσκετ είναι μια χαρά και χίλιες λύπες. Αυτό που έχει σημασία είναι να επανέρχεσαι. Να κάνεις αυτό που λέμε “overcome”. Και αυτή τη νοοτροπία προσπαθώ να κρατήσω και τώρα, στην προπονητική μου πορεία.»
Για τα απωθημένα που του έμειναν στην καριέρα του: «Απωθημένα υπάρχουν πάντα. Αλλά ξέρεις… δεν ρίχνω την ευθύνη σε κανέναν. Θα μπορούσα να είχα πάρει κάποιες διαφορετικές αποφάσεις, που τότε ίσως δεν τις είχα σκεφτεί καθαρά. Ή μπορεί να μην είχα τον σωστό άνθρωπο δίπλα μου για να με βοηθήσει να κρίνω σωστά. Από την άλλη, νιώθω καλά με τον εαυτό μου, γιατί όπου κι αν πήγα, έδινα πάντα ό,τι είχα για την ομάδα. Έκανα τα πάντα για να βοηθήσω, για να κερδίσουμε. Ίσως κάποιες επιλογές να τις άλλαζα αλλά και πάλι, δεν μπορώ να τις πω “απωθημένα”.»
Για τους συμπαίκτες που αγάπησε περισσότερο: «Ξέρεις, η αλήθεια είναι ότι όλες μου οι παρέες είναι από το μπάσκετ αλλά όχι από την επαγγελματική μου καριέρα! Είναι από τον Φάρο Κερατσινίου. Ήμασταν μια παρέα πέντε παιδιά από το σχολείο, ξεκινήσαμε μαζί, παίζαμε μπάσκετ. Ο κουμπάρος μου, ο Σάκης Βεσκούκης, έπαιξε κι εκείνος επαγγελματικά. Όλοι οι υπόλοιποι είμαστε παιδιά από το Κερατσίνι, που κρατήσαμε επαφές μέσα από τον Φάρο Κερατσινίου. Έχω σχέσεις και με παλιούς συμπαίκτες, μιλάμε, αλλά οι φίλοι μου, οι πραγματικοί φίλοι, είναι αυτοί.»
Για τη θέση που έχει ο Φάρος Κερατσινίου στην καριέρα του: «Ο Φάρος είναι η γειτονιά μου, γιατί ακόμα εκεί μένω, στο Κερατσίνι. Το γήπεδο είναι τρία λεπτά από το σπίτι μου. Αν θέλω να σουτάρω, πάω στο κλειστό. Αν θέλω τα παιδιά μου να παίξουν, πάμε στο ανοιχτό. Κάναμε την προσπάθειά μας τότε που ο Φάρος έκανε το “ξεπέταγμα”. Καταφέραμε κάποια πράγματα: παίξαμε τελικό Κυπέλλου, ανεβήκαμε κατηγορίες. Για διάφορους λόγους, δεν μπορούσε να στηριχθεί πλήρως αυτή η προσπάθεια. Αλλά και πάλι, πιστεύω ότι ανταποδώσαμε λίγη από τη χαρά. Είδα συμμαθητές μου, είδα φίλους, είδα συντοπίτες μου να γεμίζουν το γήπεδο του Κερατσινίου. Όλο αυτό το συναίσθημα είναι υπέροχο, να κοιτάς τις κερκίδες και να βλέπεις γνώριμα πρόσωπα να πανηγυρίζουν μαζί σου και να μοιράζονται τη χαρά σου.»
Για τις στιγμές που κουβαλά: «Θα ξεχωρίσω δύο στιγμές, χωρίς σειρά προτεραιότητας. Η μία είναι ο ημιτελικός Κυπέλλου, όταν ο Φάρος απέκλεισε τον ΠΑΟΚ στο Κερατσίνι. Ήταν μια απίστευτη βραδιά. Η άλλη είναι το Άλμπα Βερολίνου–Μαρούσι, το παιχνίδι που μας έδωσε την πρόκριση στη EuroLeague. Είχαμε κερδίσει με εννέα πόντους στην έδρα μας, χάσαμε με πέντε στη Γερμανία, και τελικά τα καταφέραμε: παίξαμε στην EuroLeague Ήταν και η μοναδική μου συμμετοχή στη διοργάνωση, οπότε τη θυμάμαι με ξεχωριστά συναισθήματα.»
Για τη θητεία του στο Μαρούσι και τη συμμετοχή στη EuroLeague: «Κάθε φορά τρυπάγαμε το ταβάνι μας. Κανείς δεν μας περίμενε. Ήταν μια χρονιά που είχαμε και οικονομικές δυσκολίες, κάτι που συσπείρωσε ακόμα περισσότερο την ομάδα. Η φιλοδοξία μας, όμως, ήταν αυτή που μας κράτησε όρθιους. Όλοι οι παίκτες που ήμασταν εκεί ήμασταν ποιοτικοί: Πελεκάνος, Καϊμακόγλου, Μαυροειδής, Χόμαν, Κένταλ, Μπίλι Κις, Τζαμόν Λούκας. Μαζί και η φιλοδοξία του τεχνικού επιτελείου. Παίξαμε σε γήπεδα που προσωπικά δεν κατάφερα να ξαναπαίξω, γήπεδα που μέχρι τότε βλέπαμε μόνο στην τηλεόραση. Πήγαμε στην Παρτιζάν, μπροστά σε 15.000 κόσμο που κάπνιζε, με… καπνό να αιωρείται πάνω από το γήπεδο και τα δώσαμε όλα. Αντιμετωπίσαμε μια σπουδαία ομάδα με παίκτες όπως ο Μάριτς, ο Βέσελι, ο Κέτσμαν, ο ΜακΚάλεμπ, παίκτες που μεγαλούργησαν στη EuroLeague. Κάθε αγώνας ήταν μια δοκιμασία. Αλλά μπαίναμε πάντα με το “μαχαίρι στα δόντια”, με τη δίψα να τους κοντράρουμε, να τους κερδίσουμε. Ήταν μια απίστευτη εμπειρία, που δεν ξεχνιέται.»
Για το πιο κοντινό και το πιο μακρινό του όνειρο στην προπονητική:«Σου είπα πως όταν κάνεις όνειρα, ο Θεός γελάει. Όμως, η φιλοδοξία είναι το καύσιμο. Σίγουρα θέλω να αναλάβω μια ομάδα από την αρχή, να κάνω μια προετοιμασία, να δω πώς είναι να παίρνεις όλες τις αποφάσεις, να στήσεις μια προετοιμασία, μια καθημερινότητα. Το πιο μακρινό μου όνειρο; Δεν ξέρω… Όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο ανοίγει η όρεξή μου. Θέλω να το ζήσω αυτό σιγά-σιγά, όσο μπορώ να ανεβαίνω τα σκαλιά.»