Ο Άντριου Γκάουντλοκ φιλοξενήθηκε στο podcast Man to Man Powered by Stoiximan και έκανε μία μεγάλη αναδρομή στην καριέρα του. Ιστορίες δίπλα στον Κόμπι Μπράιαντ, τα όσα έζησε στην ΕuroLeague και ο Κολοσσός H Hotels Collection.
Ο Άντριου Γκάουντλοκ ολοκλήρωσε τη δεύτερη σεζόν του στη Stoiximan GBL και τον Κολοσσό H Hotels Colection έχοντας καταφέρει να βοηθήσει και πάλι την ομάδα του να πετύχει τους στόχους της, αλλά και να αναδειχθεί δεύτερο σκόρερ της λίγκας. Στα 36 του χρόνια, έχοντας εμπειρία τόσο στο NBA, όσο και στα ευρωπαϊκά και ασιατικά γήπεδα, αποτελεί έναν παίκτη σημείο αναφοράς του πρωταθλήματος.
Ο Αμερικανός γκαρντ είναι ο νέος καλεσμένος στο επιτυχημένο podcast Man to Man powered by Stoiximan και φροντίζει να κάνει μία μεγάλη αναδρομή στην καριέρα του. Θυμάται ιστορίες δίπλα στον Κόμπι Μπράιαντ, τα όσα έζησε στην Ευρωλίγκα, αλλά τα όσα κρατά από τις πολλές χώρες στις οποίες έχει αγωνιστεί.
Παράλληλα ξεχωρίζει τα καλύτερα ελληνικά φαγητά, αλλά παραδέχεται πως προτιμά τα ιταλικά, ενώ μιλά για τα μελλοντικά του σχέδια που σχετίζονται άμεσα με τη Ρόδο!
Για την παρουσία του στη Ρόδο: «Αυτό που μου αρέσει περισσότερο στη Ρόδο, είναι οι άνθρωποι. Είναι πολύ φιλικοί. Στις περισσότερες περιπτώσεις που πηγαίνουμε κάπου, ούτε καν χρειάζεται να πληρώσουμε. Νιώθεις ότι αυτός είναι ο τρόπος ζωής που πρέπει να έχεις. Στην Αμερική είναι λίγο διαφορετικά. Όταν ήρθαμε στη Ρόδο, είπαμε: “Έτσι πρέπει να ζούμε”. Οπότε, ναι, έτσι νιώθουμε».
Γι αυτό που τον έκανε να ξεχωρίσει στην καριέρα του: «Νομίζω σίγουρα είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. Και το ότι έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και δεν με απασχολεί πραγματικά ποιος είναι απέναντί μου ή ποιος είναι στην ομάδα μου ή τι έχει κάνει κάποιος άλλος στο παρελθόν. Δεν με νοιάζει. Για μένα, το μπάσκετ ήταν πάντα ένας τρόπος έκφρασης.
Όπως κι αν νιώθω, όταν πατάω στο γήπεδο, είμαι σαν παιδί. Αλλάζω τελείως όταν μπαίνω στο παρκέ. Και πάντα είχα αυτή την αίσθηση ότι πρέπει να αποδείξω πράγματα. Δεν είχα πολλές προτάσεις από κολέγια, ούτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το NBA όταν τελείωσα το κολέγιο. Πάντα ήμουν κάπως υποτιμημένος, ας πούμε. Αυτό με κρατάει ενεργό. Και με έχει φτάσει μέχρι εδώ».
Για το ίνδαλμά του: «Ο αγαπημένος μου παίκτης όταν ήμουν παιδί ήταν ο Άλεν Άιβερσον. Ήθελα να του μοιάσω ακριβώς. Ήταν φοβερός. Επηρέασε πολύ την κουλτούρα. Ο τρόπος που ντυνόταν, που μιλούσε. Και ήταν και κοντός. Οπότε μπορούσαμε να ταυτιστούμε μαζί του. Ήταν σαν ένας από εμάς. Αλλά επίσης, μου άρεσε πολύ ο Καρμέλο Άντονι, φυσικά ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Στιβ Φράνσις. Υπήρχαν πολλοί που με επηρέασαν. Ο Ρέι Άλεν επίσης. Ήθελα να σουτάρω σαν τον Ρέι Άλεν και τον Καρμέλο Άντονι. Αυτοί οι δύο ήταν τα πρότυπά μου στο σουτ».
Για την επιστροφή του στο NBA και τους Λέικερς όταν τραυματίστηκε ο Κόμπι Μπράιαντ: «Υπέγραψα στο Πουέρτο Ρίκο για καλά λεφτά, γύρω στα 100.000 δολάρια. Επιστρέψαμε από μια εκτός έδρας αποστολή και όλοι έβλεπαν τηλεόραση. Μου λέγανε, “Άκουσες για τον Κόμπι;” Βάζουμε την τηλεόραση και τον βλέπουμε να κλαίει. Είχε κόψει τον αχίλλειο. Και λέω, “Ωχ, τι κρίμα”.
Την επόμενη μέρα ξυπνάω και με παίρνει ο μάνατζέρ μου και μου λέει, “Οι Λέικερς μας πήραν τηλέφωνο, πρέπει να είσαι εκεί αύριο.” Και ήμουν σε φάση, “Τι;!” Είχα ολόκληρη σεζόν στη D-League χωρίς να με καλέσει κανείς. Είχα πάρει το MVP, τα είχα κάνει όλα τέλεια και ήμουν πολύ απογοητευμένος. Και τότε ήρθε το τηλεφώνημα. Νομίζω ήμουν από τους τελευταίους που κάλεσαν εκείνη τη χρονιά. Ήταν τρέλα, αλλά και υπέροχο συναίσθημα».
Για τo ρεκόρ που έκανε στην Ευρωλίγκα με τα 10 εύστοχα τρίποντα, ως παίκτης της Φενέρμπαχτσε: «Όταν έφυγα από τις ΗΠΑ δεν ήξερα τίποτα για τα ρεκόρ εδώ. Δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για την Ευρωλίγκα, για το Eurocup. Δεν ήξερα τίποτα, απολύτως τίποτα. Έπαιζα απλώς το παιχνίδι όταν έβαλα 10 τρίποντα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι τέτοιο, οπότε ένιωθα απλά ότι “παίζω καλά”. Κανείς δεν μου είπε ότι πλησιάζω κάποιο ρεκόρ ή ότι είμαι δύο τρίποντα μακριά. Δεν είχα ιδέα. Μετά τον αγώνα, όταν πήγα στα αποδυτήρια, άρχισαν να μου λένε ότι έσπασα το ρεκόρ και είπα: “Α, πολύ ωραίο”».
Για το αν είχε την ευκαιρία να παίξει στον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό: «Ναι, πολλές φορές. Όταν ήμουν στην EuroLeague, κάθε χρόνο ήταν από τις ομάδες που ενδιαφέρονταν. Ο Παναθηναϊκός σίγουρα προσπάθησε να με υπογράψει, αλλά το budget τους τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα. Οπότε, οι προσφορές τους δεν πλησίαζαν καν αυτά που μου έδιναν ομάδες από την Κίνα ή η Μακάμπι ή άλλες αντίστοιχες».
Για το αν θα επέμενε περισσότερο στο NBA, αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω: «Όχι. Η διαδρομή μου ήταν αυτή που ήταν. Αν ήταν γραφτό να παίξω στο NBA, τότε εκεί θα ήμουν. Πιστεύω πως θα μπορούσα άνετα να παίξω – είμαι εξίσου καλός με πολλούς από αυτούς που παίζουν εκεί. Το ξέρω σίγουρα. Κάθε καλοκαίρι όταν γυρνάω σπίτι, παίζω με παίκτες όπως ο Άντονι Έντουαρντς και κάνω ακριβώς τα ίδια πράγματα που κάνω κι εδώ. Δεν είναι ότι δεν μπορώ, απλά έτσι ήρθαν τα πράγματα.
Και είμαι ευγνώμων για τη διαδρομή που είχα, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να δω τον κόσμο, να γνωρίσω διαφορετικές κουλτούρες. Και η οικογένειά μου επίσης. Κάναμε μια καλή ζωή. Οπότε, όχι, δεν έχω μετανιώσει. Προφανώς, θα ήθελα να είχα πάρει έναν από εκείνους τους παχυλούς μισθούς του NBA – θα ήταν υπέροχο. Αλλά κι έτσι έχουμε βγάλει καλά λεφτά, έχουμε ζήσει σε ωραία μέρη, και δεν έχω κανένα παράπονο».
Για το αν θα παραμείνει στη Ρόδο: «Σίγουρα. Θα το ήθελα πολύ. Αν ήταν στο χέρι μου, αυτό θα γινόταν. Θα έπαιρνα ένα σπίτι στη Ρόδο. Θέλω να αποκτήσω ένα ακίνητο εκεί, σίγουρα. Δεν ξέρω πού ακριβώς θα ζήσω, αλλά θέλω να έχω ένα μέρος εκεί. Θέλω να επιστρέφω. Η οικογένειά μου, η γυναίκα μου, το λατρεύουν αυτό το μέρος. Αν ήταν στο χέρι μου, θα έκλεινα την καριέρα μου εκεί και μετά… Θα δούμε τι θα φέρει η ζωή».
Για το πότε μέχρι θα παίζει: «Θα παίζω μέχρι να μην μπορώ άλλο. Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα είναι αυτό. Πλησιάζω τα 37 φέτος, οπότε δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα έχουν ακόμα αυτά τα πόδια. Αλλά προς το παρόν νιώθω καλά. Αυτή ίσως είναι από τις καλύτερες σεζόν της καριέρας μου, οπότε δεν βλέπω τον λόγο να σταματήσω».
Για τη δυναμική της Stoiximan GBL και αν γίνεται συνεχώς και δυνατή: «Σίγουρα. Πολλοί πολύ καλοί παίκτες περνούν από το ελληνικό πρωτάθλημα. Δεν ήξερα καν ότι ο Κέβιν Πάντερ είχε παίξει εδώ. Ο Μάικ Τζέιμς το ίδιο. Φαίνεται πως πολλοί μεγάλοι πέρασαν από την Ελλάδα κάποια στιγμή. Είναι πολύ δυνατή λίγκα. Είναι πολύ δύσκολο να κερδίσεις εκτός έδρας. Και, ναι, η υποστήριξη από τους φιλάθλους σε όλες τις ομάδες είναι καλή. Ήθελα εδώ και καιρό να έρθω στην Ελλάδα, οπότε χάρηκα πολύ που μου δόθηκε η ευκαιρία πέρυσι».
Για τον πιο απαιτητικό προπονητή που είχε: «Ο Ομπράντοβιτς, 100%. Χωρίς αμφιβολία».
Για το πως είναι μια τυπική μέρα του στη Ρόδο: «Ξυπνάω στις 7:30. Ετοιμάζω τα παιδιά για το σχολείο, τους φτιάχνω πρωινό. Εγώ και η γυναίκα μου – έχουμε τέσσερα παιδιά – μοιράζουμε αρμοδιότητες: εκείνη παίρνει τα δύο, εγώ τα άλλα δύο. Τα αφήνω στο σχολείο γύρω στις 8:30. Γυρίζω σπίτι για καμιά ώρα, αν προλάβω, ρίχνω κι έναν ύπνο.
Μετά έχω προπόνηση. Τελειώνω κατά τις 2:00–2:30 και μετά πάω να πάρω τα παιδιά. Έχουν διάφορες δραστηριότητες – ένα έχει κολύμβηση, άλλο έχει μπάσκετ – οπότε είμαι συνεχώς πήγαινε-έλα. Μετά έχει μελέτη, γιατί το σχολείο δεν είναι αγγλόφωνο και πρέπει να μεταφράζουμε, να βοηθάμε. Γινόμαστε ουσιαστικά δάσκαλοι μέχρι τις 6:30–7:00. Μετά ετοιμάζουμε τα παιδιά για ύπνο, κοιμούνται γύρω στις 8:30–9:00 και μετά έχουμε με τη γυναίκα μου δυο ώρες για να χαλαρώσουμε λίγο».