Ο Γιάννης Ιωαννίδης, γνωστός και ως “Ολλανδός”, μίλησε για τον συνονόματο του Γιάννη Ιωαννίδη, τον “ξανθό αρχάγγελο” του μπάσκετ, με αφορμή την συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατο του. Ο επί 12 χρόνια συνεργάτης του “φιλοξενήθηκε” στην εκπομπή “Άμεσο Ριπλέι” του ΕΟΚ WebRadio.
Αναλυτικά όσα είπε:
Για το πώς ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης σαν άνθρωπος: «Ήταν πολύ ανθρώπινος και φοβερά συναισθηματικός. Αυτό δεν το “αντανακλούσε” έξω, το ήξερε πολύ καλά ο περίγυρός του. Όλο αυτό το πράγμα ήταν η “ασπίδα” στον ψυχισμό του. Ο Γιάννης μίλησε για τον ψυχισμό του πάρα πολλές φορές. Δεν έκανε ανάλυση γι’ αυτό το πράγμα, αλλά πολλές φορές έλεγε “εμένα δεν πρέπει να χαλάσει ο ψυχισμός μου”. Αυτό λέει πολλά για το τι άνθρωπος ήταν. Τεχνικά, υπήρχαν πολλά πράγματα. Απ’ την πρώτη μέρα που συνεργάστηκα μαζί του έως και το τέλος έλεγε δύο πράγματα. Το πρώτος ήταν ότι το μπάσκετ είναι δύναμη και ταχύτητα. Δε βλέπουμε τίποτ’ άλλο τώρα στο μπάσκετ εκτός από αυτά τα δύο. Το δεύτερο ήταν ότι το μπάσκετ ξεκινάει απ’ την άμυνα και τελειώνει στην επίθεση. Όπως βλέπουμε τώρα, όλες οι ομάδες αρχίζουν και επιστρέφουν σε αυτές τις ρίζες, γιατί για ένα διάστημα νομίζαμε ότι το μπάσκετ ήταν επίθεση και τρίποντο».
Για τη σχέση του Γιάννη Ιωαννίδη με τους παίκτες του: «Ο Γιάννης “άπλωνε ασπίδα” γύρω απ’ τους παίκτες του, δεν επέτρεπε σε κανέναν, ακόμα και στην εκάστοτε διοίκηση, να πλησιάσει ή να πειράξει την ομάδα του. Επίσης, αν κάποιος παίκτης είχε πρόβλημα μπορούσε να “σηκώσει” γη και ουρανό για να λυθεί. Ο ίδιος τούς πίεζε τρομακτικά, αλλά έλεγε πάντα “Ο μόνος που μπορεί να τους πιέζει σε τέτοιο βαθμό είμαι μόνο εγώ. Όλοι οι άλλοι θα με βρίσκουν μπροστά τους”. Αυτό είχε ανταπόκριση απ’ τους παίκτες, γιατί έβλεπαν ότι υπήρχε μια δικαιοσύνη στην αντιμετώπιση, καθώς και μια προστασία στους παίκτες του. Ποτέ δεν κατηγόρησε μετά από ήττα συγκεκριμένους παίκτες. Ήταν αρχή του αυτό. Πάντα μιλούσε στον πληθυντικό. Μετά την όλη πορεία του, πολλοί καινούργιοι παίκτες που δεν τον είχαν ζήσει σαν προπονητή, τον γνώρισαν και ανθρώπινα γιατί πάντα τους πλησίαζε, πάντα τους μιλούσε, πάντα τους ενθάρρυνε. Ήταν πάντα κοντά στους παίκτες. Η αγάπη του για τους παίκτες και κυρίως τους νέους παίκτες ήταν τρομακτική».
Για το αν είχε παράπονο ότι δεν είχε κατακτήσει έναν ευρωπαϊκό τρόπαιο: «Σαφώς. Είναι δυνατόν να μη θέλει κι έναν ευρωπαϊκό τίτλο; Σε αυτό απάντησα σε πολλούς ότι ο έτερος που λέγαμε στην Ευρώπη “looser” ήταν ο Ρενέσες. Πριν κάποια χρόνια τον έβγαλαν καλύτερο προπονητή όλης της Ευρώπης, γιατί ο άνθρωπος ήταν δάσκαλος του μπάσκετ, είχε βγάλει παίκτες, ομάδες. Αλλά δεν είχε ευρωπαϊκό. Όλους τους πειράζει που δεν έχουν πάρει ευρωπαϊκό. Σαφώς μάς πειράζει που δεν είχαμε πάρει, γιατί φτάσαμε σε τρεις τελικούς».
Για τη σχέση του Γιάννη Ιωαννίδη με τον Άρη: «Πέρασε μια φοβερά μεγάλη πορεία στον Άρη σαν παίκτης και προπονητής και μετά πέρασε στον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ. Στον Άρη ήταν από παιδάκι. Ο Άρης ήταν η ψυχή του, η λατρεία του. Όλη η καριέρα του. Έπαιξε, έγινε γνωστός σαν παίκτης, έπαιξε εθνικές ομάδες, μετά έγινε προπονητής του και τον έκανε αυτοκράτορα. Είναι μια τεράστια πορεία και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Μην ξεχνάμε ότι ο Άρης έβαλε το μπάσκετ στα σπίτια όλων και ύστερα ήρθε και η επιτυχία της Εθνικής ομάδας το 1987».
Για το αήττητο του Γιάννη Ιωαννίδη επί τουρκικού εδάφους: «Ο Γιάννης δεν είχε χάσει ποτέ στην Τουρκία, με όλες τις ομάδες που είχε πάει. Ήταν ένα γεγονός που “τράβηξε” χρόνια. Δεν υπήρχε καμία ιδιαίτερη προετοιμασία, ειδικά για την Τουρκία, γιατί οι παίκτες ήδη ήξεραν πού πάνε να παίξουν. Ο φανατισμός που υπήρχε ήταν τρομακτικός, τον οποίον ζήσαμε και με τον Ολυμπιακό, αλλά και με την ΑΕΚ. Κάποιοι θα νομίζουν ότι ο Γιάννης έκανε πατριωτικά κηρύγματα και τέτοια, αλλά δεν υπήρχε τίποτα σαν αυτό. Υπήρχε μια πολύ καλή προετοιμασία, οι παίκτες ήδη καταλάβαιναν πού παίζουμε και επίσης ήταν η ατμόσφαιρα που υπήρχε στο γήπεδο. Αυτά που έβλεπες στην κερκίδα σε πόρωναν λίγο να “απαντήσεις” εντός γηπέδου».
Για το τι τού λείπει περισσότερο απ’ τον Γιάννη Ιωαννίδη: «Μου λείπει πολύ η επικοινωνία μαζί του. Εγώ με τον Γιάννη είχα μια πολύ άμεση επικοινωνία. Οι καβγάδες μας είναι γνωστοί μέσα στον χώρο του μπάσκετ, αλλά μείναμε φίλοι μέχρι την τελευταία στιγμή, ήμουν δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή. Αυτό τα λέει όλα. Όλες οι ιστορίες που γινόντουσαν μέσα στη δουλειά, γιατί η ένταση της δουλειάς ήταν τρομακτική, η πίεση, αυτό που ζούσαμε. Ζούσαμε μαζί περισσότερο από τα σπίτια μας, ήμασταν μαζί συνέχεια στα ξενοδοχεία. Σίγουρα αυτό έφερε πάρα πολλές εντάσεις, αλλά δεν πείραξε καθόλου την προσωπική φιλική σχέση. Από ένα σημείο, φυσικά, έπαψα να είμαι συνεργάτης και έγινα φίλος, οπότε η σχέση μετά ήταν εντελώς φιλική. Γι’ αυτό μού λείπει πολύ».