Ο Χρήστος Σαλούστρος παραχώρησε μία μεγάλη και απολαυστική συνέντευξη στο Man to Man Powered by Stoiximan, στην οποία μίλησε για την καριέρα του και τη στάση ζωής που έχει.

Ο Πανιώνιος ΧΥΜΟΙ VIVA, το μεταπτυχιακό, το παράσημο σε μία μεγάλη διαδρομή και πολλά ενδιαφέροντα είχε να πει ο Χρήστος Σαλούστρος στο Man to Man Powered by Stoiximan.

Αναλυτικά όσα είπε:

Για το αν μπορεί να «επιβιώσει» κάποιος που κρατά χαμηλούς τόνους στον χώρο του αθλητισμού στην εποχή των social media: «Ναι, πιστεύω πως μπορεί. Φτάνει να ξέρεις τι θέλεις από τη ζωή σου και τι ζητάς από την καθημερινότητά σου. Να ξέρεις ποιος είσαι, τι κάνεις και, κυρίως, να μπορείς να το υποστηρίξεις. Αν επιλέξεις τη συνεχή προβολή του εαυτού σου, πρέπει να είσαι έτοιμος να κριθείς περισσότερο. Αντίθετα, αν αποφασίσεις να κρατάς πιο χαμηλά την μπάλα, τότε το προφίλ σου δεν είναι τόσο “δημόσιο”.

Και αυτό έχει κι αυτό τη δυσκολία του. Προσωπικά, δεν σου κρύβω πως κατά καιρούς στο παρελθόν έχω πέσει κι εγώ στη “λούπα”, να μπαίνω στη διαδικασία να δείχνω περισσότερο τι έχω πετύχει ή τι κάνω. Αλλά νομίζω ότι αυτό έχει πολύ να κάνει με την ηλικία και την ωριμότητα. Πλέον, δεν μου προκαλεί ιδιαίτερη ανάγκη ούτε μου λέει κάτι.

Όπως σου είπα και πριν, για κάποιους ανθρώπους μιλούν οι πράξεις τους. Προτιμώ, λοιπόν, να μιλούν οι πράξεις και οι ενέργειές μου, και να αφήνω την ιδιωτικότητά μου έξω από όλο αυτό το σύστημα της υπερέκθεσης. Δεν μου ταιριάζει. Δεν είναι αυτός ο τρόπος μου».

Για την ατάκα «Your struggles do not define you» που χρησιμοποιεί στο Instagram: «Θα σου πω καταρχάς ότι ολοκληρώνοντας πρόσφατα το μεταπτυχιακό μου στη Συμβουλευτική, στον τομέα των εξαρτήσεων —ναρκωτικά, τζόγος, αλκοόλ και γενικά κάθε μορφή εθισμού— μου άνοιξε ένας κόσμος γνώσης που ούτε εγώ φανταζόμουν. Ως αθλητές, πολλές φορές έχουμε προνόμια. Αλλά αυτό κάποιες στιγμές σε αποσυνδέει από το ανθρώπινο κομμάτι σου.

Ξεχνάμε ότι είμαστε πρώτα απ’ όλα άνθρωποι. Και κουβαλάμε ο καθένας τις δικές του μάχες. Κανείς δεν μπορεί να τις ξέρει. Κλείνεις την πόρτα σου, μένεις μόνος σου, και ξεκινάει ένας εσωτερικός διάλογος που δεν είναι πάντα εύκολος. Έχεις μια κακή μέρα, μια ήττα, μια κακή εμφάνιση… Και ειδικά με την τοξικότητα που υπάρχει τα τελευταία χρόνια, όλη αυτή την επιθετικότητα, τον δογματισμό, τη μισαλλοδοξία, είναι εύκολο να χαθείς μέσα σε όλο αυτό. Όταν είδα την ατάκα “Your struggles do not define you”, μου… μίλησε.

Τη θεώρησα πολύ ανθρώπινη, πολύ ειλικρινή. Μου άρεσε και την έβαλα στο προφίλ μου. Γιατί πράγματι, οι δυσκολίες που περνάς δεν σε ορίζουν. Δεν σε καθορίζουν ως άνθρωπο ή ως αθλητή. Μπορούν όμως να σε διδάξουν, να σου δώσουν δύναμη και κουράγιο να συνεχίσεις. Να πας στην επόμενη προπόνηση, στο επόμενο παιχνίδι, στη ζωή την ίδια».

Για το τι έχει ορίσει τη δική του διαδρομή: «Τι να σου πρωτοπώ… Αν μου έλεγες πριν χρόνια να γράψω ο ίδιος την ιστορία της διαδρομής μου, δεν θα την έγραφα έτσι. Δεν θα μπορούσα να τη φανταστώ έτσι. Το γεγονός και μόνο ότι είμαι εδώ τώρα και μιλάμε, για μένα είναι ευλογία. Είμαι πραγματικά ευγνώμων για όλα όσα μου έχει χαρίσει το μπάσκετ. Όταν πριν 15 χρόνια ανέβαινα στην Αθήνα, δεν περίμενα ποτέ ότι θα ζήσω όλα αυτά.

Ότι θα φτάσω να έχω αυτές τις παραστάσεις, να αγωνιστώ στις ομάδες που αγωνίστηκα, να παίξω στην Εθνική ομάδα, που για κάθε αθλητή είναι το μεγαλύτερο παράσημο. Κι ακόμα περισσότερο, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έρθει η στιγμή που θα αποκαλώ “φίλους” ανθρώπους που κάποτε είχα για πρότυπα. Όλα αυτά είναι ευλογία, δεν έχω κάτι άλλο να πω. Τα κατάφερα. Και το πώς τα κατάφερα δεν ήταν εύκολο. Είχε κόπο, ιδρώτα, δάκρυα, δυσκολίες. Πολλές στιγμές δύσκολες.

Αλλά στο τέλος της ημέρας, είμαστε όλοι άνθρωποι. Και νομίζω πως είναι σημαντικό να μένουμε κοντά στην έννοια του ανθρώπου, στον ανθρωπισμό. Να απομακρυνθούμε λίγο από την τοξικότητα, που έχει γεμίσει την καθημερινότητά μας. Γιατί, τελικά, το τι χτίζεις σαν άνθρωπος μετράει περισσότερο από κάθε τίτλο ή κάθε στατιστικό».

Για τις αξίες που τον συνοδεύουν από τα παιδικά χρόνια: «Ναι, όντως διανύω τα τελευταία μέτρα… Δεν ξέρω πότε ακριβώς είναι το φινάλε, αλλά ξέρω ότι είμαι προς το τέλος. Και ξέρεις τι έχει μείνει πια; Να είσαι ταπεινός. Να δουλεύεις ασταμάτητα, ειδικά όταν σβήνουν τα φώτα. Να δουλεύεις με τον εαυτό σου, με την ψυχική σου υγεία. Να είσαι εκεί για τον συμπαίκτη σου. Από μικρός είχα αυτή την τάση: να βοηθάω τον άλλον. Και αυτό βγήκε αβίαστα και στην μπασκετική μου ζωή.

Να είμαι εκεί για τον άλλον, γιατί το μπάσκετ είναι ομαδικό άθλημα. Πολλές φορές μια κακή φάση, ένα λάθος, μπορεί να σε ρίξει. Και μόνο που έρχεται κάποιος και σου λέει “δεν πειράζει, προχωράμε”, σου δίνει τεράστια ψυχολογική ώθηση. Οπότε, θεωρώ ότι η ταπεινότητα και η ψυχική ανθεκτικότητα είναι οι δύο βασικοί πυλώνες που έφτασαν τον Χρήστο να γίνει ο Σαλούστρος του σήμερα».

Για το πώς σημάδεψε την καριέρα του εκείνο το Κηφισιά–Φιλαθλητικός: «Ξέρεις, πέρα από τις καριέρες που σημάδεψε εκείνο το παιχνίδι, σημάδεψε ζωές. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Στην Κηφισιά εκείνο το απόγευμα μπήκε, δυστυχώς, μια άτυπη ταφόπλακα για τον Φιλαθλητικό, τουλάχιστον όσον αφορά τα “ψηλά” του ελληνικού μπάσκετ. Τυπικά, αυτό έγινε την επόμενη σεζόν, όταν η ομάδα υποβιβάστηκε στη Β’ Εθνική.

Αλλά συναισθηματικά, για μένα, η πιο δύσκολη στιγμή ήταν τότε. Ειλικρινά, στεναχωρήθηκα λίγο περισσότερο την ημέρα του υποβιβασμού απ’ ό,τι την ημέρα του αγώνα. Γιατί όσο περνάνε τα χρόνια, και όσο κοιτάζω πίσω με καθαρό μυαλό, έχω πια συμφιλιωθεί με την ιδέα. Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν.

Μπορείς, όμως, να χτίσεις το παρόν σου και να ορίσεις το μέλλον σου. Εκείνη η παρέα, εκείνη η ομάδα, ήταν πραγματικά οικογένεια. Φτάσαμε κυριολεκτικά ένα σουτ μακριά από την Α1. Έτυχε αυτό το σουτ να είναι δικό μου. Δεν μπήκε. Και για πολλά χρόνια μέσα μου είχα την ίδια σκέψη: “Ρε γαμώτο, γιατί δεν το έβαλες; Γιατί δεν πάτησες καλύτερα; Γιατί δεν πήγες μέχρι το καλάθι να τελειώσεις τη φάση με λέι απ;” Υπάρχουν άπειρα “αν” που μπορείς να πεις. Άπειρα “γιατί”. Το ματς είχε τρεις παρατάσεις.

Είχαμε κι άλλες ευκαιρίες. Αλλά εκείνη ήταν η στιγμή. Αν το βάζαμε, θα τελείωνε εκεί. Θα ανεβαίναμε. Θα ήμασταν όλοι χαρούμενοι. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω βαθιά πως εκείνη η στιγμή μας ωρίμασε όλους. Τον Χρήστο, τον Νίκο, τον Θανάση, τον Γιάννη, τον Ζήβα, τον Σμυρλή, τόσα παιδιά που μπορεί να μη γράφτηκαν τα ονόματά τους με μεγάλα γράμματα, αλλά έφτιαξαν τη δική τους πορεία στο μπάσκετ.

Και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Αν το σουτ έμπαινε και τελικά η ομάδα δεν μπορούσε να υποστηρίξει τη συμμετοχή της στην Α1; Είναι ένα τεράστιο “αν” που κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Τα “αν” είναι πολλά. Είμαστε στο 2025. Δώδεκα χρόνια μετά. Έχουν γίνει τόσα όμορφα πράγματα από τότε. Κι εγώ μένω σε αυτά.

Είμαι ευγνώμων που ήμουν μέλος αυτής της ομάδας που έφτασε ένα ματς πριν την άνοδο. Μια ομάδας που έγραψε ιστορία, που άφησε αποτύπωμα. Και πάνω απ’ όλα, είμαι ευγνώμων για τις ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργήθηκαν και που έμειναν αναλλοίωτες στο χρόνο. Αυτό κρατάω».

Για το αν είχε ποτέ την ευκαιρία να παίξει στο εξωτερικό: «Ναι, είχα την ευκαιρία. Και μάλιστα δύο χρονιές, όσο ήμουν στον Προμηθέα. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, ναι… θα το άλλαζα. Όχι γιατί μετανιώνω που δεν έφυγα, αλλά γιατί θα ήθελα πραγματικά να ζήσω έστω και μια σεζόν στο εξωτερικό, ή έστω ένα διάστημα, να δω πώς είναι. Είχα προτάσεις από την Ισπανία και τις δύο χρονιές, προς το τέλος κάθε σεζόν. Αλλά δεν τις πήρα ποτέ. Τις έβλεπα, ήξερα ότι υπήρχε προοπτική, ήταν μεγάλη ευκαιρία.

Ίσως φοβήθηκα. Ίσως επειδή είχα τη σιγουριά του Προμηθέα. Ήμουν καλά εκεί. Μου άρεσε. Είχαμε φτιάξει κάτι πολύ δυνατό. Φτάσαμε να βγαίνουμε τρίτοι στην κανονική διάρκεια, να κάνουμε ρεκόρ για επαρχιακή ομάδα, να παίζουμε τελικό πρωταθλήματος την επόμενη χρονιά! Αυτές είναι στιγμές που δεν ξεχνιούνται. Αν ξαναζούσα εκείνη την περίοδο, θα προσπαθούσα να το τολμήσω. Να πάω. Αλλά, ειλικρινά, δεν μετανιώνω. Όλα έγιναν για κάποιο λόγο. Και αυτές οι εμπειρίες με διαμόρφωσαν».

Για το αν είναι άνθρωπος των αλλαγών και την πρώτη χρονιά στον Πανιώνιο ΧΥΜΟΙ VIVA: «Όχι, δεν είμαι άνθρωπος των αλλαγών. Καθόλου. Υπό άλλες συνθήκες, ίσως όλα να είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά. Θυμάμαι την πρώτη μου χρονιά στον Πανιώνιο, ήμουν ξεκάθαρη επιλογή του κόουτς Σφαιρόπουλου. Αυτός μου έδωσε την ευκαιρία. Με πήρε από την Elite League, από μια ομάδα που δεν κατάφερε να ανέβει, και με έφερε σε μια ομάδα EuroCup. Τον ευχαριστώ πραγματικά γι’ αυτό.

Ένα κομμάτι της ψυχής μου ανήκει στον Πανιώνιο. Ήταν η ομάδα που με έκανε να νιώσω ότι ανήκω στο επαγγελματικό μπάσκετ. Ήταν σαν όνειρο. Ξαφνικά να παίζω σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, σε μεγάλα γήπεδα! Θυμάμαι να τελειώνει η προπόνηση και να μένω πίσω, να τραβάω φωτογραφίες στα γήπεδα, να τις στέλνω στους φίλους μου λέγοντάς τους: “Δες πού είμαι!”. Ήταν τρέλα για μένα! Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.

Ο κόουτς Σφαιρόπουλος είχε έρθει να με δει σε ένα ματς με τον Ερμή Λαγκαδά στη Θεσσαλονίκη, τότε που όλοι έρχονταν για να δουν τον Γιάννη και τον Θανάση. Κάπου εκεί, είδε και εμένα. Είδε τι μπορούσα να δώσω. Είχα υπογράψει 1+1+1+1, τετραετές σπαστό. Όταν τελείωσε η σεζόν, ο κύριος Λιανός μου είπε: “Αν μείνω, το κάνουμε τριετές κλειστό. Σε θέλω. Σε πιστεύω”.

Δυστυχώς, εκείνος έφυγε και η ομάδα πήρε την κάτω βόλτα. Αλλά θέλω να το πω ξεκάθαρα: αν είχαν μείνει τα πράγματα σταθερά, μπορεί να μην έφευγα ποτέ από τον Πανιώνιο στα πρώτα μου χρόνια. Μου άρεσε τόσο πολύ. Όποτε έμπαινα στο “Αρτάκης” τα προηγούμενα χρόνια, με έπιανε ανατριχίλα».

Για το αν έγιναν όλα πολύ γρήγορα μετά την αποχώρησή του από τον Φιλαθλητικό: «Ναι, έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Αλλά θέλω να σου πω κάτι: πριν απ’ αυτό, είχα περάσει τέσσερα χρόνια στον Φιλαθλητικό, στις εθνικές κατηγορίες γενικότερα. Και τα σκέφτομαι όλα αυτά που λέω τώρα… Ανέβηκα στην Αθήνα στα 16 μου λόγω της δουλειάς των γονιών μου. Ήταν κοινή απόφαση της οικογένειας να σταματήσω τότε το μπάσκετ για δύο ολόκληρα χρόνια. Και μετά το ξανάρχισα.

Και ξαφνικά αυτό το ταξίδι με έφερε εδώ… Κι εγώ, που για δύο χρόνια δεν έπαιζα καν! Οπότε ναι, το βλέπω σαν ευλογία. Ειλικρινά. Δεν θα μπορούσα να το φανταστώ έτσι. Σου λέω με το χέρι στην καρδιά: αν μου έδινες να γράψω εγώ το σενάριο, δεν θα το έγραφα έτσι. Με τίποτα. Δεν θα τολμούσα να το φανταστώ. Κι όμως, έτσι έγινε».

Για το αν νιώθει ότι χρωστάει σε ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια: «Ότι χρωστάω, όχι. Αλλά σίγουρα υπήρξαν άνθρωποι που με βοήθησαν. Και το αναγνωρίζω αυτό απόλυτα. Πιστεύω, όμως, ούτε οι ίδιοι θα ήθελαν να αισθάνομαι ότι τους “χρωστάω” με την έννοια της λέξης. Με στήριξαν πολύ, και μάλιστα όχι μόνο άνθρωποι από τον χώρο του μπάσκετ. Κι αυτό για μένα έχει μεγάλη σημασία.

Γιατί καμιά φορά, μια κουβέντα, μια απλή φράση, μπορεί να κάνει διαφορά. Να ακούσεις κάτι την κατάλληλη στιγμή, να σου δώσει κουράγιο, να σε σηκώσει λίγο από εκεί που είσαι πεσμένος. Οπότε, ναι, όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν άνθρωποι δίπλα μου που με στήριξαν πραγματικά. Και τους κουβαλάω μέσα μου με ευγνωμοσύνη».

Για το μεγαλύτερο παράσημο στη διαδρομή του στο μπάσκετ: «Ότι κατάφερα να μείνω ο ίδιος άνθρωπος όλα αυτά τα χρόνια. Σίγουρα ωριμάζεις, αλλάζεις, πλάθεσαι μέσα από τις καταστάσεις που ζεις, είναι φυσικό. Όμως, βαθιά μέσα μου, θεωρώ ότι δεν αλλοιώθηκα. Είχα τα πάνω μου και τα κάτω μου, όπως όλοι.

Όλοι έχουμε καλές και κακές στιγμές. Και φυσικά, σε κάθε σταθμό της πορείας σου, θα υπάρχουν άνθρωποι που θα πουν κάτι θετικό ή και κάτι αρνητικό για σένα. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Αλλά το ότι, παρ’ όλα αυτά, μέσα σε αυτά τα 12 χρόνια επαγγελματικής πορείας ένιωθα πάντα ότι παραμένω πιστός στις αρχές μου… αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό. Αυτό με κράτησε, με προστάτεψε, και τελικά με βοήθησε να φτάσω στο σημείο που είμαι σήμερα».

Για το τι ψάχνει στο μπάσκετ σε αυτή τη φάση της καριέρας του: «Κοίτα, είναι όλα αυτά τα “κλισέ” που λέμε, αλλά στην πραγματικότητα είναι πέρα για πέρα αληθινά. Ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ με καθαρό ρομαντισμό. Μετά, μπήκε στη ζωή μου και ως τρόπος βιοπορισμού. Και τώρα, είμαι σε μια φάση που μπαίνω στο γήπεδο και το μόνο που θέλω είναι να χαρώ κάθε στιγμή. Όσες έχουν απομείνει. Γιατί, αργά ή γρήγορα, θα τελειώσει. Μπορεί του χρόνου, μπορεί σε δύο, τρία χρόνια. Κανείς δεν ξέρει.

Οπότε αυτό που ζητάω πια είναι να το ζω, να το ευχαριστιέμαι. Να το νιώθω. Και όσο μεγαλώνεις, το βλέπεις διαφορετικά. Μπορεί να έχεις μικρότερο ρόλο, αλλά μαθαίνεις να εκτιμάς τις μικρές χαρές. Μια νίκη, μια σωστή άμυνα, μια καλή κουβέντα με κάποιον μικρότερο. Οι νίκες είναι που μετράνε στο τέλος. Αυτές φέρνουν την ευφορία, ενώ οι ήττες φέρνουν… όλα τα άλλα. Οπότε, αυτό που ζητάω τώρα είναι να είμαι παρών. Να δίνω το 100% μου και να είμαι δίπλα σε παιδιά που μπορώ να βοηθήσω. Να νιώθω ότι αυτό που ζω, αξίζει».

Για το πού ένιωσε περισσότερο σαν στο σπίτι του: «Στον Κολοσσό βρήκα ανθρώπους που “μάζεψαν” ύστερα από μία δύσκολη περίοδο της μπασκετικής ζωής μου και ένιωσα πραγματικα σπίτι μου. Ίσως γιατί είναι κι ένα περιβάλλον πιο ήσυχο, μακριά από το κέντρο λήψης αποφάσεων, μακριά από την Αθήνα. Ένιωσα μια ηρεμία εκεί. Από την άλλη, στον Προμηθέα έζησα ίσως τα πιο όμορφα μπασκετικά μου χρόνια, από πολλές απόψεις.

Στο Περιστέρι δημιούργησα φιλίες και σχέσεις ζωής που θα μείνουν αναλλοίωτες στον χρόνο. Στον Πανιώνιο, του χρωστάω πολλά γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να βρίσκομαι εδώ που είμαι τώρα. Και μετά είναι ο ΠΑΟΚ. Όσο άσχημα έφυγα την πρώτη φορά, τόσο όμορφα κύλησε η επιστροφή μου. Όλη εκείνη τη χρονιά, ξαναχτίστηκε κάτι πραγματικά δυνατό. Εκεί και αν έχω φίλους! Κάθε μία από αυτές τις ομάδες έχει τη δική της ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου».

Για το αν ο μικρός Χρήστος έκανε όνειρα: «Ναι, έκανε! Όταν στα 18 μου ξανάρχισα το μπάσκετ, από το πουθενά, το πρώτο όνειρο ήταν απλό: να παίξω κάποτε στην Α1. Στα 23 μου, έλεγα μέσα μου, “πόσο ωραίο θα ήταν να βρω μια ομάδα στην Α1 και να βγάλω το φανταρικό μου”. Και λίγο αργότερα, στα 25-26, σκεφτόμουν: “αν μπορούσα έστω και για ένα δευτερόλεπτο να πατήσω παρκέ με τη φανέλα της Εθνικής… να μπω, να παίξω, να ζήσω αυτή τη στιγμή”. Κι όλα αυτά, με κάποιον τρόπο, συνέβησαν.

Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο, αν ήταν η δουλειά, η επιμονή ή απλώς η αγάπη μου για το παιχνίδι, αλλά έγιναν! Το σημαντικό για μένα είναι ότι, σε όλο αυτό το ταξίδι, ήμουν ταπεινός. Έζησα τις χαρές, τις λύπες, τις μικρές και τις μεγάλες στιγμές στο έπακρο. Δεν το είδα ποτέ σαν κάτι δεδομένο. Και αυτό είναι που με γεμίζει σήμερα».

Για τη μεγαλύτερη αξία στη ζωή του: «Θα έλεγα τη φιλία. Την αληθινή φιλία  που, κακά τα ψέματα, στις μέρες μας είναι σπάνια. Νιώθω πραγματικά τυχερός που έχω δίπλα μου φίλους που είναι αληθινοί, σταθεροί, που με έχουν στηρίξει όλα αυτά τα χρόνια. Μέσα από το μπάσκετ, γνώρισα ανθρώπους που έγιναν οικογένεια για μένα. Γι’ αυτό και νιώθω ευγνώμων για το άθλημα, γιατί δεν μου έδωσε μόνο εμπειρίες και στιγμές, μου έδωσε και φιλίες.

Τα τελευταία χρόνια έχω κάνει συνειδητά μια επιλογή: να περιορίσω τον κύκλο μου. Να είμαι με ανθρώπους που με αγαπάνε και που τους αγαπάω πραγματικά. Έχω καταλάβει πως η υπερβολική κοινωνικότητα μπορεί να σε φθείρει. Προτιμώ λοιπόν να δίνω τον χρόνο μου εκεί που έχει νόημα, εκεί που υπάρχει αυθεντικότητα. Και μέσα σ’ αυτές τις σχέσεις, να προχωράμε με αλήθεια και αμοιβαίο σεβασμό».

Για το μεταπτυχιακό: «Πιστεύω ότι στη ζωή πρέπει να βρίσκεις συνεχώς καινούργια πράγματα που να σου δίνουν κίνητρο. Να σε κινητοποιούν, να σε τραβάνε μπροστά. Κι αυτά τα πράγματα, όσο τα αναζητάς, σου φέρνουν μαζί τους και γνώση. Κι η γνώση για μένα είναι δύναμη. Πάντα θαύμαζα τους ανθρώπους που ξέρουν να εκφράζονται, που ξέρουν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα, που έχουν αρχή, μέση και τέλος στον λόγο τους. Που μπορείς να μιλήσεις μαζί τους και να πάρεις κάτι.

Αυτό, με έναν τρόπο, με ενέπνευσε. Θυμάμαι ήμουν στη Θεσσαλονίκη, είχαμε playoffs με τον ΠΑΟΚ, και μου μπήκε μια σκέψη: “Τι κάνεις μετά το μπάσκετ;” Και κάπως έτσι ξεκίνησε. Μπήκα στη διαδικασία να το ψάξω πιο σοβαρά, μίλησα με έναν σύμβουλο σπουδών, μου πρότεινε το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό που ταίριαζε και με το πρώτο μου πτυχίο στο ΦΠΨ, με ειδίκευση στην ψυχολογία. Είναι ένας τομέας που με αφορά, και η ψυχολογία και η συμβουλευτική. Είναι ένας δρόμος που νιώθω ότι μπορώ να ακολουθήσω και μου δίνει αληθινό κίνητρο. Με γεμίζει».

Για το μήνυμα που θα ήθελε να στείλει: «Αν είχα να πω κάτι, θα ήταν να μπούμε όλοι μας λίγο σε μια διαδικασία να έρθουμε πιο κοντά στον συνάνθρωπο. Να απομακρυνθούμε από αυτή την τάση που έχει κυριαρχήσει τελευταία… την τοξικότητα, το μίσος, τον δογματισμό. Ζούμε σε μια εποχή γεμάτη πόλωση, απαισιοδοξία, κακία. Είναι σαν να έχει χαθεί το μέτρο. Και όλα αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας, στον κόσμο, έχουν φέρει τα πράγματα σε ένα ακραίο σημείο.

Θα ήταν πραγματικά όμορφο, στο τέλος της ημέρας, να θυμόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι. Να κοιτάξουμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Να φροντίσουμε την ψυχική μας υγεία, γιατί αυτό είναι το σημαντικότερο – όχι να επιδιώκουμε να… πεθάνει η κατσίκα του γείτονα για να νιώσουμε εμείς καλύτερα. Και ό,τι κάνεις στη ζωή σου, να το κάνεις με αγάπη. Να το κάνεις με την ψυχή σου. Να δίνεις το 100% σου. Αυτό μένει».