Ο Δρ. Ιστορίας / Διδάσκων Ιστορία και Διαχείριση Πολιτισμού στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ονούφριος [Άκης] Παυλογιάννης, μας έστειλε την παρακάτω επιστολή με αφορμή τους τελικούς των playoffs και της ατμόσφαιρας που επικράτησε.

“Η σύγχυση που επικρατεί στον επαγγελματικό ανταγωνιστικό αθλητισμό στην Ελλάδα και αυτήν τη φορά κορυφώνεται στην καλαθοσφαίριση δεν αποτελεί σύγχρονη υπόθεση. Η ουσιοκρατία, δηλαδή η αντίληψη της αυτόνομης λειτουργίας των σπορ πέραν από τις ισχύουσες κοινωνικές και πολιτισμικές αναγκαιότητες, έχει αμφισβητηθεί επαρκώς εδώ και δεκαετίες.

Η προσωποποίηση των γεγονότων, η στόχευση σε επώνυμες ιδιοκτησίες με αναφορές ή κατασκευές ατομικών ή οικογενειακών ιστοριών του κοντινού ή του απώτερου παρελθόντος είναι στην καλύτερη περίπτωση ατυχείς και άκαιρες, όχι γιατί δεν προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα ευθύνες για τα συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά γιατί με αυτόν τον τρόπο ακυρώνεται ο αθλητισμός ως κοινωνικό σύστημα που μπορεί θεσμικά και πέραν των προσώπων να ρυθμίζει πρακτικές και καταστάσεις, γιατί μειώνεται ή απενοχοποιείται ο ρόλος του μεγάλου πλήθους των φιλάθλων / οπαδών που αποτελούν τη συστατική βάση και την ιδεολογική εκπροσώπηση των αθλητικών οργανισμών και γιατί υποβιβάζεται επικίνδυνα ο ρόλος της ισοπεδωτικής επέλασης του νεοφιλελευθερισμού που θεοποιεί πρόσωπα, διαβρώνει μηχανισμούς και απειλεί την κοινωνική ειρήνη στο όνομα μιας υποτιθέμενης ατομικής ή συλλογικής αριστείας που με τη σειρά της και ανάλογα με το περιβάλλον μεταφράζεται σε οικονομική, πολιτική και κοινωνική επένδυση. 

Πριν βάλουμε τα πράγματα σε μια λογική σειρά, ας ξεκινήσουμε κάπως ανάποδα, με μια ανακολουθία. Υπάρχουν θεσμικώς αρμόδιοι; Υπάρχει διοργανώτρια αρχή, η οποία εξ ορισμού έχει την ευθύνη της ομαλής διεξαγωγής του πρωταθλήματος και προφανώς αυτών των αγώνων που θα αναδείξουν τον πρωταθλητή; Γιατί η απουσία είναι εκκωφαντική και γιατί η σιωπή και η αποχή υφαίνουν αιτιολογημένα ή αναιτιολόγητα το πέπλο της ενοχής. Πολύ περισσότερο όταν οι «αρχές» του αθλήματος που συλλειτουργούν στο πλαίσιο της διοργάνωσης του πρωταθλήματος έχουν αποτύχει να υλοποιήσουν το πρόγραμμα εμπλοκής τους στα πράγματα, δηλαδή την επανόρθωση της πραγματικής ή υποτιθέμενης ανισορροπίας δυνάμεων και τη διαχείριση του επικρατούντος κλίματος καχυποψίας, αφερεγγυότητας και μεροληψίας.

Και επειδή κάποιοι θα βιαστούν να μεταφέρουν αυτήν την αντιπαράθεση στη σχέση των «αιωνίων», να σημειώσω ότι αρκετές ομάδες που συμμετέχουν σε αυτό το πρωτάθλημα έχουν εκδηλώσει εμφατικά τη διαφωνία τους και τη διαμαρτυρία τους για τα τεκταινόμενα των κέντρων εξουσίας του χώρου, όχι μόνο σε αποφάσεις αγωνιστικού ενδιαφέροντος αλλά και σε καταστάσεις θεσμικού χαρακτήρα, όπως η αντίδραση στον τρόπο ανάδειξης του συμβουλίου του ΕΣΑΚΕ.

Αποκορύφωση όλων αυτών των παράξενων ενεργειών είναι ο παρωχημένος τρόπος που επιλέχθηκε για να συγκροτείται κάθε φορά το σώμα των διαιτητών, με διαδικασίες που επιστρέφουν τα σπορ δεκαετίες πίσω εκεί που κάποιοι έδεναν τα κορδόνια τους στο κέντρο του γηπέδου, που ομολογούν και αυξάνουν το αίσθημα της απόκρυψης και της καχυποψίας, που δείχνουν ότι αυτό που θα συμβεί τουλάχιστον θα «ξενίσει», επομένως είναι χρήσιμο να καθυστερήσει ή να αιφνιδιάσει. Κανένα κράτος που μετέρχεται μεθόδων εκσυγχρονισμού του συστήματος των σπορ και καμιά μορφή επαγγελματικής οργάνωσης του αθλητισμού δεν μπορεί να συναινεί σε ανεξήγητες «μυστικές» αποφάσεις.

Που ακούστηκε, επαγγελματικοί οργανισμοί με ανάπτυξη αθλητικών, εργασιακών, οικονομικών, επενδυτικών ενδιαφερόντων εντός και εκτός Ελλάδας να περιμένουν δύο ώρες πριν τους αγώνες για να πληροφορηθούν τα όργανα  που θα ελέγξουν και θα εγγυηθούν τη διεξαγωγή ενός αγωνιστικού γεγονότος υψηλού ενδιαφέροντος. Ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος φίλαθλος δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει ότι απέχουμε πολύ από την ιδεώδη δημοκρατική κατάσταση της αδιάφορης στάσης απέναντι στους διαιτητές, κατά την οποία όλοι θα αντιμετωπίζονται ως ικανοί, άξιοι και έντιμοι, επομένως ελάχιστη αξία θα έχουν τα ονόματα τους.

Απορώ, δε, πως απέναντι σε αυτά τα νέα ήθη δεν αντιδρούν πρωτίστως οι «ενώσεις» εκπροσώπησης των διαιτητών ή οι ίδιοι ως φυσικά πρόσωπα γι’ αυτήν την απαξίωση και την υποβάθμιση τους.  Αν λοιπόν ο κ. Βρούτσης επιθυμεί ένα διάλογο που δε θα είναι προσχηματικός – που μάλλον θα είναι – ας ξεκινήσει από τη διοργανώτρια αρχή, αναζητώντας και διερευνώντας τις σκέψεις, τις πράξεις και τις προθέσεις. Η πραγματική τομή εκεί βρίσκεται και το προφανές αυτήν τη φορά είναι απλό. Η αποκατάσταση μιας πιθανής ανισορροπίας δεν μπορεί να αφήνει έστω και την αίσθηση μιας άλλης πιθανής ανισορροπίας, γιατί με αυτόν τον τρόπο η αμφισβήτηση και η αντίδραση απλώς αλλάζει πλευρά, αλλά η παθογένεια που μας αφορά όλους παραμένει και δυναμιτίζει αυτό που υποστηρίζουμε και αγαπάμε.

Τώρα, ας θέσουμε δύο  – τρεις σκέψεις σε λογική σειρά. Στην Ελλάδα, πιθανόν όχι μόνο, έχουν προκαλέσει αξιοσημείωτες δυσχέρειες τα «αξιώματα» που ενσωματώνουν εξιδανικευμένες ή φαντασιακές πρακτικές για να ρυθμίσουν την αθλητική λειτουργία, αλλά συνήθως αποπροσανατολίζουν και οδηγούν τη συζήτηση εκτός πραγματικότητας. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν η νομιμοποιητική λειτουργία του αρχαίου ελληνικού αθλητισμού, η διασύνδεση των σπορ με τη δημοκρατία και την ηθική ανάπτυξη, η συμβολή της αγωνιστικής φιλοσοφίας στην ανάδειξη της ατομικής αριστείας.

Με αφορμή τα τελευταίες ακραίες συμπεριφορές ακούω όλο και περισσότερο και μάλιστα σε επίπεδο επίσημης ενημέρωσης την άποψη ότι όλα αυτά τα γεγονότα δεν έχουν θέση στον αθλητισμό. Αλήθεια τώρα; Μάλλον ζούμε σε άλλο περιβάλλον και μάλλον δε βρισκόμαστε κάτω από τις ίδιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις. Όχι μόνο κατέχουν θέση στο σύγχρονο χάρτη των σπορ, αλλά σε κάποιες εκφάνσεις τους ταυτίζονται με την ίδια τη λειτουργία του επαγγελματικού ανταγωνιστικού αθλητισμού. Κανείς δεν αμφισβητεί την ιδεολογία των φίλων των ομάδων, την ιστορική τους διαδρομή, τη διασύνδεση των φιλάθλων με το σύλλογο και με ότι αυτός συμβολίζει, τις οπαδικές σχέσεις και αντιπαραθέσεις, τις οικογενειακές καταβολές, τις  αντιθέσεις πόλεων και περιοχών, τις συγκυρίες. Δύσκολα, επίσης, μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει ότι αυτές οι συνθήκες συνεργούν στη διαμόρφωση πρακτικών και συμπεριφορών καθώς και στη συγκρότηση μιας ελεγχόμενης εκτόνωσης μέσα στους αγωνιστικούς χώρους. 

Εδώ όμως μιλάμε για κάτι διαφορετικό. Βλέπουμε μια εργαλειοποίηση των σπορ στο βαθμό που όλα τα παραπάνω συμβολοποιούνται στο πλαίσιο ενός υπέρτατου «αγώνα» οικονομικών, επιχειρηματικών και πολιτικών ανταγωνισμών, στα όρια του οποίου όλα είναι ανεκτά και όλα είναι επιτρεπτά, αρκεί η «νίκη» να μεταδώσει και να επικυρώσει τις υποδηλώσεις της. Η αυθαιρεσία της εξουσίας στο μεγαλείο της και σε αρκετά επίπεδα: στα διοικητικά κέντρα του αθλήματος, στα ιδιοκτησιακά σχήματα, στο διαιτητικό έργο, στη στάση της επίσημης Πολιτείας. Προφανώς μεταξύ άλλων οι επιλεκτικές πρακτικές και ο ελαστικός μετασχηματισμός ειλημμένων αποφάσεων ενισχύει την αίσθηση της αυθαιρεσίας της εξουσίας.

Καθόλου δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι  μέσα σε αυτόν τον «κυκεώνα» των αντιφατικών συμπεριφορών οι φίλοι / οπαδοί δεν παρήγαγαν σωματική βία – γιατί τη λεκτική την εξάντλησαν – ούτε προχώρησαν σε σοβαρές πράξεις διασάλευσης της εξέλιξης του παιχνιδιού, για τον απλούστατο λόγο ότι πλέον εκπροσωπούνταν στον ανώτατο βαθμό και αφέθηκαν στο να παρακολουθούν τη σύγκρουση των γιγάντων. Μερικές φορές  το «πλήθος» αναγνωρίζει το ρόλο και τα όρια του και ενεργεί αντίστοιχα.

Ωστόσο, αυτό που μέσα σε όλα αυτά πραγματικά προκαλεί έκπληξη είναι η ανάγκη φίλων του αθλητισμού και υγιών οπαδών – ναι, υπάρχουν και αυτοί – να υπερασπιστούν το δίκιο τους, επικρίνοντας την εξωστρέφεια και την προκλητικότητα από τη μία πλευρά και την εσωστρέφεια και τις υποχθόνιες κινήσεις από την άλλη. Ο λόγος που αντιτίθεται σε αυτές τις θέσεις οδηγεί σε μια νέα τάξη επικοινωνίας που φέρνει στη συζήτηση τον κίνδυνο της θεωρίας των ίσων αποστάσεων, αλλά μάλλον δεν αναγνωρίζει ότι έργο των εκπροσώπων των ιστορικών και κοινωνικών επιστημών είναι η έρευνα και η ανάδειξη των κοινωνικών και πολιτισμικών αναγκαιοτήτων που καθορίζουν την κινητικότητα γύρω από τα σπορ.

Με αφορμή αυτή την παθογενή εξέλιξη ενός αθλητικού γεγονότος – το άρθρο γράφεται τρεις μέρες μετά, Τετάρτη βράδυ εν μέσω μιας απίστευτης αλυσίδας μηνύσεων –  ας φέρουμε δυναμικά στη συζήτηση λόγια και πράξεις που δρουν διχαστικά και απειλητικά προς την κοινωνική πρόοδο και συνοχή. Εύκολα αναγνωρίζονται απ’ όλους αυτά που χωρίζουν, διχάζουν και δυστυχώς δηλητηριάζουν τους εμπλεκόμενους στα περιβάλλοντα των δύο συλλόγων και ασφαλώς και σε πολλούς άλλους εντός και εκτός Ελλάδας. Αυτό, όμως, που δεν έχει αρκούντως αναδειχθεί είναι ότι τους ενώνει το «τραύμα» ενός κατασκευασμένου δημόσιου λόγου, τον οποίο τουλάχιστον ανέχονται, μερικές φορές δε συγκαλύπτουν ή και υπηρετούν, που προσβάλλει και διαπομπεύει πρόσωπα αγαπημένα και ιερά, όχι μόνο στο πλαίσιο μιας συγγενικής σχέσης αλλά και στα όρια μιας ομαλής κοινωνικής λειτουργίας.

Για τον Αγγελόπουλο, τον Γιαννακόπουλο, τον Μπαρτζώκα και λίγο παλιότερα για τον Σπανούλη και τον Διαμαντίδη, προφανώς και για πολλούς άλλους, οι υβριστικές αναφορές στη μάνα, στην κόρη, στη σύντροφο δε στοιχειοθετούν απλώς μια σοβαρή και επίπονη προσωπική υπόθεση, αλλά πολύ περισσότερο τοποθετούν στο «κάδρο» την ίδια τη γυναίκα, αναπαράγοντας όλες αυτές τις απεχθείς στερεοτυπικές αντιλήψεις και τις υποτιμητικές στάσεις που επικρατούν στις σχέσεις τάξεων και φύλων και εκφέρονται συνήθως σε καθεστώς ανωνυμίας από πρόσωπα, κοινωνικές ομάδες και συλλογικά μορφώματα. Είναι ανατριχιαστικό, αλλά ακόμα και μέσα στο χαλαρό και ελεγχόμενο εκτονωτικό κλίμα των αγωνιστικών χώρων, στον «άλλο», στον αντίπαλο, στον υποτιμημένο, στον ευτελισμένο αποδίδονται γυναικεία χαρακτηριστικά, ενώ την ίδια στιγμή η πρόθεση να απαξιωθεί και να χλευασθεί ο αντίπαλος έχει στο κέντρο της τη χυδαία και σεξιστική αναφορά στη γυναίκα. 

Αντί, λοιπόν, οι ιδιοκτησίες των ομάδων να πιέζονται και να προσπαθούν να συνυπογράψουν δηλώσεις – που δεν το πράττουν, αλλά τις αναρτούν – με αόριστες διατυπώσεις για ειρηνική ολοκλήρωση των αγώνων και για πνεύμα ευ αγωνίζεσθαι – αλήθεια τι σημαίνει ευ αγωνίζεσθαι στον επαγγελματικό ανταγωνιστικό αθλητισμό, εκτός από την ισότιμη εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου – ας δεσμευθούν δημόσια με την αρωγή της επίσημης Πολιτείας για μηδενική ανοχή απέναντι σε πρακτικές που μειώνουν την αξιοπρέπεια και πληγώνουν την ανθρώπινη προσωπικότητα.

Κατά αντίστοιχο τρόπο είναι απαραίτητο να προστατευθούν αθλητές, προπονητές, διαιτητές, παράγοντες και φίλαθλοι για το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους, χωρίς δηλαδή να κινδυνεύουν να μετατραπούν σε θύματα εξαιτίας των ιδεών και των ταυτοτήτων τους. Και επειδή παρατηρείται ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στον παράγοντα της διαιτησίας, και ορθά μέχρι ενός σημείου γίνεται, αντίστοιχη μέριμνα χρειάζονται οι αθλητές και οι προπονητές των ομάδων, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, αποτελούν επιλογές των ίδιων των συλλόγων, εργάζονται ως επαγγελματίες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να είναι συνεχώς εκτεθειμένοι στις προσβλητικές και απαξιωτικές στάσεις των θεατών και επιπλέον να τιμωρούνται.

Στο κάτω κάτω ας παρατηρήσουν οι «ιθύνοντες» τις αντιδράσεις και τις πρακτικές στο χώρο του επαγγελματικού πρωταθλήματος της καλαθοσφαίρισης στην Αμερική [ΝΒΑ], αυτού που συνήθως το μετατρέπουν σε σημείο πρότυπης αναφοράς, όπου η ανοχή απέναντι σε προσβλητικές προς αθλητές και προπονητές συμπεριφορές είναι μηδενική, η αντίδραση από την κεντρική διοίκηση αλλά και από τους αθλητικού οργανισμούς άμεση και οι τιμωρίες παραδειγματικές. Σε αυτή τη βάση είναι ευκαιρία το ελληνικό μπάσκετ με επικεφαλής τους δύο μεγάλους και την επίσημη Πολιτεία να αντιδράσει στο «τραύμα» και να στραφεί στην οικοδόμηση μιας νέας κουλτούρας θέασης και διαχείρισης συναισθημάτων που θα διαφυλάξει την ανοδική πορεία του αθλήματος και θα ευνοήσει το θετικό κλίμα συνύπαρξης και ψυχαγωγίας μέσα στους αγωνιστικούς χώρους. 

Ανακεφαλαιώνοντας, εκτιμώ ότι είναι αναγκαία η μετατόπιση του ενδιαφέροντος σε ζητήματα κουλτούρας, γιατί μόνο μέσα από αυτόν το δρόμο είναι εφικτή η κατανόηση των λόγων, των πράξεων και των στάσεων των υποκειμένων. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφύγουμε την παγίδα της απλής καταγραφής των προσωπικών συμπεριφορών, απομονωμένων από τις δυνάμεις της κοινωνίας και τη σύνθεση του κοινωνικού ιστού και θα συνεξετάσουμε τα γεγονότα σε σχέση με τις κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις καθώς και με τις όψεις και τις εμπειρίες ατόμων και ομάδων. Σε διαφορετική περίπτωση θα συνεχίζει να αναπαράγεται και να επικρατεί αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα της γνωστικής ασυμφωνίας, με αποτέλεσμα να επιχειρούμε με κάθε μέσο να δικαιολογήσουμε και να εκλογικέψουμε τις πεποιθήσεις μας ή να αρνηθούμε να μειώσουμε οτιδήποτε δεν ταιριάζει με αυτές.”