allstarbasket.gr

Ο Ακης Καλλινικίδης είναι… ερωτευμένος με το μπάσκετ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να δικαιολογήσει κανείς ότι στα 47 του χρόνια, συνεχίζει να αγωνίζεται και να αποτελεί πρότυπο. 

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στον επίσημο δικτυακό τόπο της Elite League, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του πηγαίνοντας πολλά χρόνια πίσω…

Μάρτιος του 1995. Ο ιστορικός Πανελλήνιος, που συμμετέχει στην Α2 κατηγορία, παλεύει εν μέσω σοβαρών διοικητικών προβλημάτων και διαρροής παικτών από το ρόστερ του να μείνει στην κατηγορία. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει ένα απαιτητικό ταξίδι στην Κομοτηνή, το πιο μακρύ για ομάδα της Αθήνας εκείνη την εποχή. Ο κόουτς Βασίλης Ντάκουρης αποφασίζει να συμπεριλάβει στη δεκάδα έναν έφηβο, ένα ψηλόλιγνο παλικάρι, στον οποίο έδωσε να φορέσει το νούμερο 15.

Το Σάββατο 11 Μαρτίου 1995, λοιπόν, το όνομα του Αβραάμ (Άκη) Καλλινικίδη γράφτηκε για πρώτη φορά σε φύλλο αγώνα ανδρικής ομάδας. Ο Πανελλήνιος το πάλεψε το ματς, στο ημίχρονο ήταν πίσω με 12 πόντους (46-34), ωστόσο στο 33’ με καλάθι του Παντελή Βανταράκη ισοφάρισε 74-74. Στα τελευταία επτά λεπτά δεν πέτυχε ούτε πόντο. Ηττήθηκε με 93-74.

Ο Καλλινικίδης, στα 17 του χρόνια τότε, συμμετείχε στη δεκάδα άλλων δύο αγώνων εκείνης της χρονιάς, εντός έδρας με τον Έσπερο (82-83) και με τον Φίλιππο Θεσσαλονίκης (88-70). Δεν έπαιξε ούτε δευτερόλεπτο σε κανένα από τα τρία. Αυτό, όμως, το άτυπο βάπτισμα του πυρός στην ακριτική Κομοτηνή είναι η άκρη του νήματος μιας μπασκετικής πορείας, που εξελίσσεται για 28 συναπτές σεζόν.

Η πρώτη ερώτηση γίνεται με πολλή επιφύλαξη: Θυμάται κάτι από εκείνο το ματς; «Αστειεύεσαι; Βεβαίως και τα θυμάμαι όλα! Όποιον παίκτη να ρωτήσεις πότε μπήκε για πρώτη φορά αποστολή στο ανδρικό θα σου απαντήσει. Για τους παίκτες του εφηβικού τότε ήταν πολύ σημαντικό να συμπεριληφθούμε στη δεκάδα, πόσο μάλιστα να κάνουμε αποστολή με ταξίδι. Ο Πανελλήνιος δεν είχε τότε τις δάφνες του ’50 και του ’60, αλλά προσωπικά τον είχα δει να παίζει τελικό κυπέλλου Ελλάδας εναντίον του Άρη. Στα μάτια μου, και όλων νομίζω, ήταν μεγάλο μέγεθος. Και τα τμήματα υποδομής του το ίδιο. Πολλές φουρνιές παικτών βρίσκονταν σε επίπεδο τελικής εξάδας της ενιαίας τότε ΕΣΚΑ, ήταν δηλαδή πρωταγωνιστές. Έτσι μεγαλώσαμε μπασκετικά κι εμείς. Από το ματς θυμάμαι ότι χάναμε από τα πρώτα λεπτά, κάποια στιγμή το γυρίσαμε και στο τέλος φάγαμε ένα σερί και χάσαμε. Η Κομοτηνή τότε ήταν πανίσχυρη στο γήπεδό της, δεν περνούσε κανείς, είναι ζήτημα να έκανε 1-2 ήττες τη σεζόν».

Κάνει εντύπωση, πάντως, αν το δει κανείς με μια πιο… μοντέρνα ματιά, ότι δεν έπαιξε ούτε δευτερόλεπτο τότε. Όχι μόνο σ’ εκείνο το ματς, αλλά π.χ. στο ματς με τον Φίλιππο Θεσσαλονίκης, όπου ο Πανελλήνιος είχε διαφορά και δεν κινδύνευε το ροζ φύλλο. «Τώρα είναι συνηθισμένο κάτι τέτοιο, μάλιστα βλέπω ότι προσπαθούν οι παλαιότεροι παίκτες να βοηθήσουν τους καινούργιους να πετύχουν και καλάθι. Τότε δεν υπήρχαν αυτά. Για να μπεις ένα δευτερόλεπτο στο ματς έπρεπε να το κερδίσεις. Η έννοια του ροτέισιον ήταν πολύ διαφορετική, τότε ξεκινούσε να διαμορφώνεται. Ο νεαρός παίκτης της δεκάδας έμπαινε για να βοηθήσει, όχι για να πάρει εμπειρίες. Υπήρχαν βασικοί που ήθελαν να παίζουν 40 λεπτά, ανεξαρτήτως κούρασης».

Αυτή η αντιμετώπιση υπήρχε μέχρι και στην προπόνηση. «Υπήρχε συμπαίκτης μου που στο διπλό μου έλεγε «δεν θα με ακουμπήσεις»! Κι αυτός με τσάκιζε στο ξύλο όταν με έπαιζε άμυνα. Βεβαίως υπήρχε σεβασμός για τους παλαιότερους, ωστόσο εγώ όταν μεγάλωσα αυτό το περιστατικό το χρησιμοποίησα ως… αντιπαράδειγμα. Ακόμα και τώρα στην προπόνηση μ’ αρέσει η ένταση. Λέω στους νεότερους παίκτες να με αντιμετωπίσουν στο 100%, για να με βοηθήσουν να προετοιμαστώ καλύτερα για τον αγώνα».

Ο Πανελλήνιος υποβιβάστηκε εκείνη τη σεζόν στη Β’ Εθνική. Ο Καλλινικίδης, παρ’ ότι είχε ξεχωρίσει από τότε, «έγραψε» την πρώτη του συμμετοχή στην Α2 εννέα χρόνια αργότερα, τη σεζόν 2004-05, με την ομάδα του Αιγάλεω. Πρωταγωνιστής τότε, βέβαια, σε ηλικία 27 ετών. «Αν κάτι χαρακτηρίζει την καριέρα μου, αυτό είναι τα σταθερά βήματα. Μετά τον υποβιβασμό του Πανελληνίου έπαιξα δανεικός στην Α’ ΕΣΚΑ με τον Τυφώνα και στη συνέχεια έμεινα 14 χρόνια στο Αιγάλεω. Ξεκίνησα από τα χαμηλά για να τεστάρω τον εαυτό μου. Συνεχώς αναρωτιόμουν, το «είχα» το επίπεδο της κατηγορίας; Μπορούσα να είμαι πρωταγωνιστής; Όταν στεκόμουν γερά στα πόδια μου, πήγαινα στο ψηλότερο επίπεδο. Δεν βιαζόμουν. Παίζοντας σαν πρωταγωνιστής έχτισα και αυτοπεποίθηση».

Κάποια στιγμή αυτή η κατάσταση εξελίχθηκε σε ίντριγκα. «Το καταλάβαινα ότι, όπως εγώ, αναρωτιούνταν κι άλλοι που με έβλεπαν, αν μπορώ να σταθώ πιο ψηλά. Καλός είναι, έλεγαν, αλλά πιο πάνω τα καταφέρνει; Αυτές τις απαντήσεις έψαξα κι εγώ. Κάποια στιγμή, νομίζω το 2004, είχε μεσολαβήσει ο (σ.σ. αείμνηστος τότε προπονητής του στο Αιγάλεω) Δημήτρης Καρβέλας και έκανα κάποιες προπονήσεις με την ΑΕΚ, χαλαρές μάλιστα, μετά το τέλος της σεζόν. Εκεί κατάλαβα πολλά πράγματα για εμένα. Κι αυτό θα ήθελα να γίνεται με νέους παίκτες. Όποτε μπορούν, να συμμετέχουν σε προπονήσεις του υψηλότατου επιπέδου. Όλες τους οι αδυναμίες παρουσιάζονται καθρέφτης μπροστά τους, συνειδητοποιούν τι και πόσο πρέπει να δουλέψουν».

Βλέπουμε, όμως, πολλά νέα παιδιά να δοκιμάζουν να μπουν στο ρόστερ ομάδας Basket League ή Elite League Ερρίκος Ντυνάν, ενώ ολοφάνερα δεν είναι αυτού του επιπέδου. «Θα πω κάτι γενικό, που όμως ισχύει σε πολλές περιπτώσεις. Τα νέα παιδιά θέλουν να παίρνουν κάτι χωρίς να το κερδίζουν. Χρόνο συμμετοχής, ρόλο στο ροτέισιον, καλό συμβόλαιο. Έχουμε πολλά παραδείγματα παιδιών με εμπειρίες Γ’ Εθνικής ή μόνο εφηβικού θέλουν να μπουν κατευθείαν στο ανώτερο επίπεδο. Δεν γίνεται. Το ασανσέρ το παίρνεις για να φτάσεις ψηλά, αλλά με το πάτημα ενός κουμπιού μπορεί να φτάσεις πάλι χαμηλά, ακόμα και πιο χαμηλά απ’ όσο ήσουν. Είναι καλύτερο να χρησιμοποιήσουν τις σκάλες, όπως έκανα εγώ. Πιο κουραστικά, βέβαια, αλλά με τις σκάλες η πιθανότητα να γκρεμιστείς είναι πολύ μικρότερη».

Και η… Φινλανδία πώς προέκυψε; Κάποια στιγμή στο μπασκετικό του βιογραφικό βλέπουμε συμμετοχές με την Άουρις, που εδρεύει στο Τούρκου, το μακρινό 1999.  «Ήταν μια περίοδος που, για να το θέσω κομψά, δεν συμφωνούσαμε με το Αιγάλεω. Σ’ ένα καθιερωμένο ραντεβού με τον μάνατζερ μου είπε για την πρόταση. Την αποδέχτηκα αμέσως, χωρίς πολλή σκέψη. Θυμάμαι ότι συμφώνησα Δευτέρα, την Παρασκευή ταξίδεψα στη Φινλανδία και το Σάββατο έπαιξα! Όταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο στο Ελσίνκι δεν έβλεπα τον αεροδιάδρομο από τη χιονοθύελλα. Εκείνη την πρώτη ημέρα έψαχνα πτήση για να γυρίσω πίσω. Ήταν και δύσκολη επικοινωνία με την Ελλάδα, τα κινητά δεν ήταν τόσο διαδεδομένα και το roaming πανάκριβο. Έτσι η βασική επικοινωνία με τους δικούς μου ήταν με… γράμματα! Έμαθα πολλά, πάντως. Κατάλαβα ότι το μπάσκετ δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Στο Αιγάλεω όταν χάναμε ένα ματς δεν μιλιόμασταν για δύο ημέρες. Στη Φινλανδία έχαναν και στα αποδυτήρια κανόνιζαν πού θα πάνε το βράδυ. Εξελίχθηκε εκεί και η επαγγελματική μου νοοτροπία. Εκεί ένιωσα πραγματικά ότι κάποιος με πληρώνει για να παίζω μπάσκετ».

Αλήθεια, περίμενε όταν ξεκινούσε την καριέρα του ότι θα έπαιζε μέχρι τα 47 του χρόνια; «Τις σεζόν μετά τα 30 μου δεν με απασχολούσε καθόλου. Το 2016, όταν είχα πια φτάσει 40 ετών και έπαιξα στο επίπεδο της Basket League με τον Αρκαδικό, άρχισα να το σκέφτομαι. Δεν πηγαίνω χρονιά με τη χρονιά, κάνω τα πλάνα μου με διετίες. Ήταν και μια πρόκληση για μένα, να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να σταθώ και να βοηθάω σε υψηλότερο επίπεδο. Έπαιξα στην Α2 με τον Χολαργό, μετά ξεκίνησα πάλι από την Α’ ΕΣΚΑ και το Αιγάλεω και… να’ μαι, με τη Μεγαρίδα. Είμαι πολύ ανοιχτός στα νέα παιδιά που έχουμε στην ομάδα μας, αλλά δεν χαρίζω τίποτα. Τους το λέω κιόλας. Αν είσαι καλύτερος από εμένα, πάρε μου τη θέση. Ευτύχησα, βέβαια, εκτός από την τύχη να μην αντιμετωπίσω κανέναν σοβαρό τραυματισμό, να έχω και καλά γονίδια. Πολλοί γυμνάζονται και προσέχουν τη ζωή τους, αλλά λίγοι φτάνουν να παίζουν σε τόσο προχωρημένη ηλικία».